Σε μαργωμένες θάλασσες και μια πορεία στον χάρτη,
στο χάρτη που σε γέλασε σε πόρτα ξενικά,
σε κάθε μπίντα έδενες, του κάβου σου θελιά,
στη Μπούρμα, στον Αρχάγγελο, στα πέτρινα τα πάθη.
Ποιος οίστρος σε ξεστράτισε, σε τούτες δω τις μπάντες,
παιδιά ιερόδουλες μορφές, στου ζόφου τη μπασιά,
σε κατώγια ανήλιαστα υγρά και σκοτεινά,
πατρόνες ανελέητες, πουλούν νιάτα στις πιάτσες.
Η βουβή νύχτα τα φτερά με τον Μορφέα απλώνει,
στο απόλυτο το έρεβος πλουτώνιας σιωπής,
γεράκι στη κόφα ανίμενε το φως της ροδαυγής,
φωτιά το ουρανοθέμελο που τη Ρανγκούν ματώνει.
Αργόσυρτοι οι ήχοι του σιτάρ, στη καταχνιά,
από νωρίς κουρνιάσανε οι γλάροι στη προβλήτα,
άλλοι ξυπόλητοι μεσ΄τα νερά, στη τροπική τη νύχτα,
κι’ άλλοι ανεβαίνουν βιαστικοί του γκάγκουε τα σκαλιά.
στων ανέμων τις ρούγες πετάνε τώρα αδειανές,
σε δαιδάλων δρόμους και ετερόκλητες διαδρομές,
κι’ εσύ ψάχνεις ακόμα να βρεις τη μάνα αμαρτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου