Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023
Ιωάννης Μασμανίδης, Κάπου στα Λαδάδικα
Ὅπως ὁ σκόρος ἀθόρυβα μεθοδικὰ
ξοδεύει τὶς μέρες του
ροκανίζοντας
τὰ θολὰ βάθη τῆς ὕπαρξης
ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ στενοῦ ἑαυτοῦ μου
στὸν παράδεισό σου μετασταθμεύω
προσωποιημένη Βεατρίκη μου
ὅπως γέρικο σκυλὶ πεινασμένο γύρω ἀπὸ μισολειωμένα κόκκαλα
Ὅ,τι ζήσαμε
ἑσταυρωμένα στέκουν
κούφια χρόνια μετὰ
μνημεῖα- ἄνθη- στεφάνια
μὲ νεκροὺς ζωντανεμένους ἀνακατεμένα
στὸ πάτωμα
οἱ λέξεις μου ἕως θανάτου περίλυπες
ὥς τὴν τελευταία δεκάρα τῆς ἀθωότητάς τους
φθαρτές δύστροπες
σὲ μνημόσυνους λυγμοὺς περιπλεγμένες
δὲ σὲ φέρνουν πίσω
σφηνώνουν μέσα μου βαθιὰ
Ἡ καρδιὰ συλημένη ἐκκλησιὰ
γκρεμισμένη ἄδεια σωπαίνει
ποῦ νὰ προσευχηθῶ δὲν ξέρω
Σὲ ἕνα καπηλειὸ κάπου στὰ Λαδάδικα
τότε ποὺ ὡς τὸν οὐρανὸ μὲ φίλησες τριγυρνῶ
ἐκεῖ κρατημένος ἀπὸ τὸ χέρι τῆς ποίησης
προσεύχομαι παραδομένος
Κι ὕστερα γιὰ νὰ μαλακώσω τὸν τρόμο τοῦ θανάτου μου
στὸν κουρασμένο λογισμὸ μου
τὴ λέξη σου σαγαπῶ μὲ κραγιὸν στὸν καθρέφτη
μὲ προσοχὴ συντηρῶ -προφυλάσσω
μή χαθεῖ ἀπ’ τὶς καρδιᾶς τὰ τοιχώματα
μὴ σβηστεῖ ποτὲ τὸ ὄνειρο κεῖνο
ὅπως οἱ εὐλαβεῖς ἤ οἱ ἑτοιμοθάνατοι
στὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων
τὴ νύχτα ξεχωρίζουν πίσω ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια
σὲ ποιητικὲς αὐτοκτονίες
σταλάζω παράπονα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου