Μπαίνοντας
η άνοιξη, η οικογένεια Μεσσάρη πήρε την απόφαση να ανανεώσει τη στέγη του
σπιτιού της, καθώς τον προηγούμενο χειμώνα είχαν φανεί υγρασίες στο ταβάνι και
σε κάποιο σημείο έσταζε κάθε που έβρεχε δυνατά. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο
ανασκουμπώθηκαν όλοι μαζί, για να προλάβουν τα πρωτοβρόχια.
Η αυλή
τους γέμισε λογιών λογιών υλικά. Δοκάρια, πισσόχαρτο, κεραμίδια… βρισκόντουσαν
στοιβαγμένα σε διάφορα μέρη, αλλά τη μεγαλύτερη αναστάτωση δημιουργούσε η
κατασκευή σκαλωσιάς, που άρχισε να ορθώνεται στη μια πλευρά του σπιτιού.
Τεράστια καδρόνια, τάβλες και σκοινιά έδιναν την εντύπωση ενός εργοταξίου.
Φορτηγά πηγαινοέφερναν οικοδομικά υλικά και ξυλεία, που θα χρειάζονταν για την
αντικατάσταση της κεραμοσκεπής, και οι άντρες τα ξεφόρτωναν και τα
τακτοποιούσαν στον κήπο.
Έπρεπε
να προηγηθεί η αποψίλωση της παλιάς στέγης, που χρονολογούταν από την κατασκευή
του διώροφου σπιτιού, ογδόντα χρόνια πίσω. Προφανώς, κάποια κεραμίδια είχαν
σπάσει κι άλλα τρίφτηκαν με τα χρόνια
και τις κακοκαιρίες. Ιδίως τα χιόνια έμεναν πολύ καιρό πάνω τους κι όταν
πάγωναν έκαναν το μεγάλο κακό, θρυμματίζοντας ορισμένα. Όλοι είχαν δει τους
παγωμένους κρυστάλλινους σταλακτίτες -σαν μεγάλα χατζάρια- που κρεμόντουσαν,
μετά την ξαστεριά, από την άκρη των κεραμιδιών. Τα πιτσιρίκια έκοβαν κομμάτια
και τα έγλειφαν, λες κι ήταν γλειφιτζούρια. Τις πιο πολλές φορές πρήζονταν οι
αμυγδαλές κι έκλεινε ο λαιμός τους από τον πάγο που ρουφούσαν, μα συνήθειο δεν
άλλαζαν.
Κάθε
καλοκαίρι, ο κυρ Παντελής ανέβαινε στη σκεπή, ν’ ανασύρει τις σπασμένες
κεραμίδες και να στεριώσει τους καβαλάρηδες, που είχε μετακινήσει κάποιος
δυνατός άνεμος ή και οι πελαργοί, φτιάχνοντας τη φωλιά τους στη μεγαλύτερη απ’ τις καμινάδες της οροφής.
Όμως,
δεν πήγαινε άλλο. Απ’ τον περασμένο χειμώνα είχαν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει
σωτηρία κι αποφάσισαν, με τη γυναίκα του, τους δυο γιους και τις νυφάδες τους
πως η στέγη έπρεπε ν’ αντικατασταθεί με καινούργια. Υπολόγιζε ότι, τόσα χρόνια,
θα είχαν σαπίσει κι αρκετά ξύλα, μιας και όταν η υγρασία περάσει σε αυτά,
τίποτα δεν τα σώζει, όπως κι απ’ το σαράκι. Σίγουρα, θα υπήρχε αναστάτωση σε
ολόκληρο το σπίτι. Έπρεπε να μαζευτούν τα πράγματα κι ορισμένα να
προστατευτούν, όπως έπιπλα, διακοσμητικά και ρούχα. Επίσης, είχαν καταστρώσει
σχέδιο στο πώς θα διαβιώσουν τα εννιά άτομα της φαμίλιας, καθώς, για καιρό,
εσωτερικά, το σπίτι θα ήταν σχεδόν ακατοίκητο, αφού θα άλλαζαν και το ξύλινο
ταβάνι, που είχε φουσκώσει σε κάποια σημεία. Έτσι, όταν τέλειωσε ο θέρος, το
αλώνισμα και τα καλαμπόκια, άρχισαν οι προετοιμασίες. Όλη σχεδόν η οικοσκευή
κατέβηκε στο ισόγειο αφού, πρώτα, τακτοποίησαν τα πράγματα που βρισκόντουσαν
εκεί, κάτι όχι και τόσο εύκολο, μιας κι επρόκειτο για ογκώδη και βαριά
αντικείμενα, όπως βαρέλια, κάδες κι αρκετά εργαλεία. Βέβαια ήταν η πιο
κατάλληλη εποχή, αφού, ούτως ή άλλως, κάθε Αύγουστο, έβγαζαν έξω τα βαρέλια και
τις κάδες, για να τα γεμίσουν με νερό, να ρουπώσουν πρώτα και μετά να τα
πλύνουν και να στιφάρουν το εσωτερικό τους με βρασμένα κλωνάρια μυρτιάς και
ρετσίνι, ώστε, το κρασί τους να έχει ωραία γεύση. Το μόνο που απέμεινε να τακτοποιήσουν ήταν ο
αργαλειός της κυράς του σπιτιού, μα εκείνη απαγόρευσε να τον μετακινήσουν από
τη γωνιά του, φοβούμενη μην τον ξαμπαρδακώσουν και πώς θα τον ξανα-συναρμολογούσαν
μετά, τόσο παλιός που ήταν. Οι δυο εγγονές της κυρά Μόσχως περίμεναν τα προικιά
τους, κι εκείνη τον χρειαζόταν. Έτσι, τον άφησαν στη θέση του.
Όλο το
καλοκαίρι, τα τρία μικρά της οικογένειας κυκλοφορούσαν ξυπόλυτα και παπούτσια
έβαλαν όταν άρχισαν οι προετοιμασίες για τις επισκευές. Η γιαγιά έθεσε κι εδώ
θέμα:
«Αν δεν
φορέσετε παπούτσια, παραμύθι δεν έχει. Με τόσα καρφιά τριγύρω, θα πάθετε καμιά
γάγγραινα, αν πατήσετε κανένα. Οι παλιές πρόκες είναι σκουριασμένες και πολλές
θα εξέχουν απ’ τα σανίδια που θα πετάνε από ψηλά».
Έτσι,
τα παιδιά συμμορφώθηκαν. Μέχρι τότε δεν φοβόντουσαν τίποτα, ούτε φίδια ούτε
σκορπιούς. Από μωρά, με το που είχαν αρχίσει να περπατάνε, τα καλοκαίρια
τριγυρνούσαν ξυπόλητα και χαμπάρι δεν έπαιρναν απ’ τις διάτες των μεγάλων. Γυμνοπόδαρα
ανέβαιναν στη μουριά κι εκεί έβρισκαν καταφύγιο, τα μεσημέρια, την ώρα που οι
μεγάλοι αναπαυόντουσαν, σ’ ένα συρμάτινο κρεβάτι που είχαν φτιάξει μόνα τους,
με μια κουρελού για στρώμα. Ακόμα κι όταν ο μικρός Παντελής είδε ένα φίδι να
σέρνεται στον τοίχο του σπιτιού, έπιασε μια πέτρα και του την πέταξε. Μετά πήγε
στη μάνα του και δήλωσε καμαρώνοντας:
«Σκότωσα
ένα φίδι».
«Και
πούν’ το;», ρώτησε, κοψοχολιασμένη εκείνη.
«Να,
εδώ, ξέφυγε… μισοσκοτωμένο. Στη σκεπή τρύπωσε».
Η
Ευανθία τον πήρε στην αγκαλιά της και του ζήτησε να της δείξει το σημείο που το
ερπετό είχε κρυφτεί, κι ο γιος της έτεινε το χέρι του ψηλά, προς τα κεραμίδια.
«Εκεί…»
«Μεγάλο
ήταν;»
«Ναι,
δέκα μέτρα», είπε.
Η μάνα
του έβαλε τα γέλια τότε, και του φόρεσε παπούτσια, λέγοντάς του να προσέχει
κάθε ερπετό, εκτός απ’ τις χελώνες, που τα παιδιά είχαν μαντρωμένες σε μια
γωνιά της αυλής και τις τάιζαν μουρόφυλλα. Μα δεν πέρασε λεπτό και τον είδε
ξυπόλυτο πάλι, πεσμένο κατάχαμα, να προσπαθεί ν’ αλλάξει τον δρόμο σε μια
σαρανταποδαρούσα, βάζοντάς της εμπόδιο τα δάχτυλά του, πάνω στο χώμα. Σιμά του
και τα δυο κορίτσια.
«Αυτό
το μεγάλο φίδι είναι του σπιτιού», είχε πει η Μόσχω, παλιά, στις νύφες της.
«Δεν το έχετε ακούσει, που σέρνεται πάνω στο ταβάνι; Είναι φύλακας, γι’ αυτό
δεν έχουμε καθόλου ποντικούς».
«Βρε
μάνα, πώς να ’χουμε, με τόσες γάτες τριγύρω, και τους πελαργούς να
πηγαινοέρχονται για να ταΐσουν τα μικρά τους;», απόρησε η Βιολέτα, μικρότερη
νύφη της.
Λελέκια
και χελιδόνια δεν είχαν φύγει ακόμα.
«Μικρό
καλοκαιράκι», συλλογίστηκε η Μόσχω και σήκωσε τα μάτια της ψηλά,
συμπληρώνοντας:
«Το ’χω ακούσει, κάποιες φορές, ακόμα και χειμώνα κάποτε, καθώς σέρνεται, ναρκωμένο απ’ τη ζέστα της καμινάδας. Και να το ξέρετε, το φίδι αυτό δεν πρόκειται να μας πειράξει ποτέ. Είναι δικό μας στοιχειό. Έτσι πιστεύω».
Ευτυχώς,
τα μικρά βρισκόντουσαν σε διακοπές ακόμα κι έτσι δεν είχαν διάβασμα. Οι
πατεράδες τους, μόνο, τους έβαζαν να λύσουν μερικές ασκήσεις Πρακτικής
Αριθμητικής σ’ ένα πρόχειρο τετράδιο, κι έβλεπαν τις λύσεις όταν είχαν
χρόνο.
Η
γιαγιά κι ο παππούς τους, κάθε βράδυ, πριν τα τρία εγγόνια τους πάνε για ύπνο, τους έλεγαν
παραμύθια και ιστορίες με ξωτικά και νεράιδες.
Μια
νύχτα, καθώς τα μικρά είχαν κουλουριαστεί στα πόδια της γιαγιάς, ενώ εκείνη
έγνεθε τη ρόκα της, ζήτησαν να τους πει για το φίδι.
«Μια
γέρικη δεντρογαλιά είναι. Ούτε γκαστρώνεται πια, ούτε γεννάει˙ ένα ακίνδυνο
ζώο, που ξεχειμωνιάζει στο ταβάνι μέχρι την άνοιξη και μετά βγαίνει να κρυφτεί
στον κήπο, πριν έρθουν τα λελέκια».
Και
τότε, στο μισοσκόταδο, κι ενώ τα μικρά είχαν γλαρώσει, έτοιμα για ύπνο,
αντήχησε ένας υπόκωφος θόρυβος, και μέσα απ’ το σβηστό τζάκι ακούστηκε
γυναικεία λαλιά:
«Ναι,
κυρά μου, έτσι είναι…»
Η
Μόσχω, ανασηκώθηκε, πέταξε κάτω τ’ αδράχτι και κοιτούσε δεξιά - ζερβά, να δει
ποιος μιλάει. Οι νύφες της έβγαλαν μια στριγκλιά κι ανέβηκαν πάνω στις καρέκλες
που καθόντουσαν για να φάνε. Ο κυρ Παντελής βούτηξε το ξύλο που ασφάλιζαν την
πόρτα, από πίσω, τις νύχτες, και κινήθηκε προς την παραστιά. Οι γιοι του
προσπαθούσαν να επιβάλλουν την τάξη, φωνάζοντας να κάνουν ησυχία, για να δουν
τι συμβαίνει.
«Ποιος
είναι;», ρώτησε η γιαγιά, με τρεμάμενη φωνή.
«Εγώ, η
Ιφιγένεια. Θυμάσαι που δεν ήθελες να φύγω, όταν αρρώστησα βαριά κι έκλεισα τα
μάτια μου; Τρύπωσα κι εγώ -η ψυχή μου, δηλαδή-
κάπου, πριν με βάλετε στο μνήμα, και κρύφτηκα στο ταβάνι, να σας βλέπω
όλους από ψηλά. Κάθε φορά που άναβες το καντήλι, στη μνήμη μου, ευχαριστιόμουν
και δόξαζα τον Θεό που βρισκόμουν κοντά σας, έστω κι αν εσείς δεν το ξέρατε.
Σας προστάτευα και θα συνεχίσω να το κάνω, αλλά τώρα, που θα χαλάσετε τη στέγη,
ήρθα κοντά σας, μη με σκοτώσει κανένας εργάτης, δίχως να ξέρει ποια είμαι».
Η
Μόσχω ανατρίχιασε˙ ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της, ακούγοντας την αγαπημένη
της θυγατέρα. Δεν άντεξε περισσότερο και σωριάστηκε στο πάτωμα. Όλοι έτρεξαν
κοντά της, κι όταν συνήλθε, έστρεψε το κεφάλι της στο εικονοστάσι, που κρεμόταν
ψηλά, σε μια γωνιά της κάμαρης, και είδε τη μάνα Του Χριστού, για πρώτη φορά,
να χαμογελάει.
«Σ’
ευχαριστώ, Παναγιά μου. Δεν πήγαν χαμένες οι προσευχές μου. Τώρα μπορώ να
κλείσω τα μάτια μου», είπε, και σε λίγο ξεψύχησε, μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα στα
χείλη.
Στο
παραγώνι, κι ενώ εκεί βρισκόταν μόνο το λαδοφάναρο, κάτι αναδύθηκε κι
ακούστηκαν κλάματα, κι ανάμεσα σε λυγμούς, ένα μουρμουρητό:
«Καλή
αντάμωση, μάνα. Θα σε περιμένω».
Μεμιάς,
όλοι κοκάλωσαν, κι άρχισε ένας ξέφρενος θρήνος. Τα μικρά είχαν στριμωχτεί δίπλα
στην κασέλα, τρέμοντας.
«Μάνα»,
φώναξαν μαζί, ο Δημητρός με τον Κώτσο, κι έγειραν πάνω στο κουφάρι της.
Ο κυρ
Παντελής άφησε κάτω το ξύλο και πλησίασε κλαίγοντας, το ίδιο και οι νύφες του.
Το
άλλο πρωί, η καμπάνα του χωριού χτυπούσε πένθιμα. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα
του Σταυρού.
Νίκος Μπατσικανής
Ευχαριστώ πολύ την κυρία Σταυρούλα Δεκούλου και τον ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΠΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε κι εμείς από καρδιάς για το υπέροχο λογοτεχνικό μοίρασμα.
Διαγραφή