Τα ακριβά των τάφων κτερίσματα
από την χώρα του ήλιου τα πήραμε.
Τι κι αν κάηκαν τα χέρια μας.
Τι κι αν σταφίδιασε το δέρμα μας
και τα ατίθασα μαλλιά μας
με γενειάδα καλαμποκιού πήραν να μοιάζουν,
εμείς στιγμή δεν διστάσαμε
θησαυρούς να κορφολογούμε
κι έπειτα αμίλητοι σε προθήκες μυστικές
δίπλα στα στέφανα του γάμου
να τους αποθέτουμε ευλαβικά.
Τον ξέραμε καλά το δρόμο
ως εκεί πέρα.
Δεν χρειαστήκαμε χάρτες διόλου
μήτε βιβλία ονείρων συμβουλευτήκαμε.
Γνώριμη η διαδρομή
σαν κι εκείνη του παράδρομου
που παίρναμε παιδιά ακόμα
για να φτάσουμε στα ξωκλήσια
-όμοιοι ταπεινοί προσκυνητές-
με το αριστερό μας χέρι να
χτυπήσουμε την σκουριασμένη
από τον χρόνο καμπάνα σάμπως
φωτιά μέγιστη να μας κυνηγούσε.
Ο ήχος έφτανε στα χωριά μας.
Ξυπνούσαν οι μανάδες και
έτρεχαν έντρομες για να μας
φέρουν πίσω με μια βέργα
μυρτιάς στο χέρι.
Ανυπάκουοι εμείς δεν τις ακολουθούσαμε,
φτερά βγάζαμε,
φεύγαμε κλέβοντάς τους τα τσεμπέρια
μέσα τους για να κρύψουμε
κάτι παπαρουνόσπορους
μαζί με δυο σπυριά διαλεχτού σταριού.
Γελούσαμε έτσι όπως ήταν
αναμαλλιασμένες και ξοπίσω μας έτρεχαν.
Μεσημέρια πάντα τις κάναμε αυτές τις διαδρομές.
Τότε που ο ήλιος,
μέγας αντάρτης του ουρανού,
γυάλιζε τις κοντόκανές του καραμπίνες
με λάδι απ' το καντήλι
Τον παρακολουθούσαμε εκστασιασμένοι
κι αυτός πειθήνια μας παρέδιδε
στα πόδια τα κλειδιά με τον σπάνιο θυρεό.
Στη χώρα του μπαίναμε.
Βοηθούς του μας έχριζε.
Σε κολυμπήθρα βαθιά μας έχωνε
και αρχαία μας έδινε ονόματα.
Τέκνα του εμείς εκλεκτά
κτερίσματα υφαρπάζαμε
απ' τους κοιτώνες του πολλά.
Πλούσιοι του κόσμου τούτου
κατά το δείλι επιστρέφαμε
στο σπίτι με τις τσέπες
παραγεμισμένες με θησαυρούς.
Οι μανάδες γέλαγαν και με τα καινούργια
μας προσφωνούσαν ονόματα.
Τους απαντούσαμε με ένα νεύμα συνωμοτικό
και σε ένα γαλήνιο πέφταμε
Δροσοσταλιές στο αυγινό φως. Έτσι θα χαρακτήριζα τη γραφή της Ελένης Γιαννάκαρη. Με τη δύναμη ενός πρίσματος, που από μέσα του περνά το φως και διαθλάται και μας χαρίζει ουράνια τόξα. Και της ανήκουν όλα τα χρώματα της ίριδας γιατί έχοντας την τύχη να γνωρίζω τη γραφή της συγγραφέως χρόνια πολλά, πριν ακόμα την έκδοση της ποιητικής της συλλογής και πριν την παρουσία της στο Facebook, τολμώ να ομολογήσω πως με έχει φιλέψει γενναιόδωρα με κάθε χρώμα που μαρτυρά ένα συναίσθημα από το λευκό μέχρι και το μαύρο.
Η γραφή της Ε.Γ. είναι γάργαρο πηγαίο νερό, που τολμά να μαρτυρά τη ροή του ποταμού. Μα δεν μας λέγει μόνο αυτό, αλλά πλουτίζει τον αναγνώστη με τη δροσιά του, με την πορεία του, με όσα αντανακλώνται μέσα του. Ένας καθρέπτης της κοινωνίας μας, η γραφή της, αγκαλιάζει τα νοήματα όλα και μας τα προσφέρει όμορφα δεμένα σαν γλυκό κουταλιού. Μια πανδαισία αρώματος και γεύσης που τίποτα δεν περισσεύει.
Οι λέξεις της χτίζουν κόσμους ονείρων, εκεί που οι θεοί προσκυνούν την ομορφιά των στίχων και των νοημάτων. Σε δάση γεμάτα ζωή και γλυκόλαλα κελαηδίσματα πουλιών αναπαύονται οι στοχασμοί της κι έτσι μακριά από τη φθορά, την φτήνια και την τριβή της ανταλλαγής μας προσφέρονται σαν δρόσος της αυγής που ξεδιψά τον φλογισμένο μας νου και απαλοχαϊδεύει τα κουρασμένα μας βλέφαρα, ώστε να μπορούμε κι εμείς σαν άλλοι "πλούσιοι του κόσμου τούτου" να κοιμηθούμε "ένα γαλήνιο ύπνο δίχως όνειρα".
Με ταπεινότητα και αγάπη,
Σταυρούλα Δεκούλου
Συγκινημένη ευχαριστώ την
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυαγαπημένη μας Σταυρούλα
και τον ποιοτικό σας χώρο!
Η χαρά και η τιμή δική μας αγαπημένη μας Ελένη. Εγώ σε ευχαριστώ πολύ για το δροσερό χάδι της μελάνης σου!
Διαγραφή