Άφηνες την ώχρα στους τοίχους να δένει με αναμνήσεις, παλιές, ουσιαστικά ξεπερασμένες/ μυστήριο ο χρόνος αλήθεια, έρχεται, φεύγει, μα ποτέ δεν καταναλώνεται/ μόνο τα ενδιάμεσα έρχονται, ζουν και χάνονται, στα δικά του μέτρα, τόσο άγνωστα.
Πάντα έφευγε, όταν ίσως χρειάζονταν, για αυτό του άρεσε, εκείνος ο χειμώνας/ έκρυβε τη φυγή του, στα τόσα σύννεφα και προσπερνούσε, ό,τι τον κυνηγούσε
Η νύχτα, πλησιάζει την πόρτα σου, μπερδεύει τη σκέψη σου και ψάχνεις/ αλλάζεις εικόνες, προσθέτεις, αφαιρείς, πληγώνεσαι, συνεχίζεις/ θέλεις περισσότερο σκοτάδι, για να κοιτάς το φως, διαφορετικά/ αυτό το λαμπάκι, που παλεύει να καεί στη γωνία, μόνο, ξεχασμένο.
Θα χτυπήσω την πόρτα, όπως τότε κάναμε ως παιδιά, γελάγαμε και μετά τρέχαμε/ ξέρω, δεν θα ανοίξεις, δεν θα σταθείς από περιέργεια να δεις, αν είναι κάποιος γνωστός ή άγνωστος/ αλλά δεν θα το πω σε κανένα πως πέρασα, αφού γνωρίζω την αλήθεια, πάντα λείπεις.
Ποτέ δεν σταμάτησα να ψάχνω, να αναζητώ/ ακόμα κι όταν με σκοτώνανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου