Χρόνια το φύλαγε η Βιργινία, σαν πολύτιμο θησαυρό, εκείνο το πανέμορφο νυχτικό. Το είχε τοποθετήσει σ’ ένα μπαούλο μαζί με τα προικιά της. Και τι δεν έκρυβε αυτό το μπαούλο! Πλήθος ασπροκεντήματα και δαντέλες από τ’ ακούραστα και προκομένα χέρια μάνας και γιαγιάς, όλα μελετημένα και προσεγμένα ως την παραμικρή λεπτομέρεια και με φροντίδα κι αγάπη στοιβαγμένα σ’ ομοιόμορφες ντουζίνες, που ευωδιάζανε λεμόνι και λεβάντα. Μαζί μ’ αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό είχε φυλάξει και τ’ ολομέταξο νυχτικό με την ξεχωριστή ομορφάδα, που της είχε δωρίσει στα γενέθλια των δεκαέξι της χρόνων η νονά της.
Είχε ασυνήθιστο χρώμα αυτό το νυχτικό, τυρκουάζ το’ χε πει η νονά και με τα φρου-φρου, τα κορδελάκια και τις δαντέλες του φάνταζε παραμυθένιο. «Σαν νεράιδα μοιάζω με δαύτο, πεντάμορφη», σκεφτόταν η ξανθόμαλλη κοπέλα, που μόλις δοκίμασε το καινούργιο νυχτικό, διαπίστωσε πως όχι μόνο τόνιζε τις αγαλματένιες ομορφάδες του κορμιού της, αλλά ταίριαζε απόλυτα με το χρώμα των ματιών της, ένα χρώμα θάλασσας διάφανης κι ουρανοπρόσωπης στην ώρα τη μαγική που παιχνιδιάρες ηλιαχτίδες διαπερνούν επίμονα τον κρουσταλλένιο χιτώνα της, για να τρυπώσουν μέσ’ στις σκοτεινές βελούδινες βραχοσπηλιές, να στραφταλίσουν πάνω στις ασημένιες ράχες των ψαριών και να θαυμάσουν τους κοχυλόχρωμους θησαυρούς των βυθών, τονίζοντας τη συντεφένια λάμψη τους. Σκέφτηκε, λοιπόν, να το φυλάξει ανάμεσα στα προικιά της και να το φορέσει τη νύχτα του γάμου της, άλλωστε, σαν δώρο της αγαπημένης της νονάς, θα ήταν ευλογημένο.
Πολλές φορές άνοιγε το μπαούλο και το θαύμαζε μη χορταίνοντας αυτή τη αίσθηση δροσιάς κι απαλότητας, καθώς το χάιδευε με τ’ αδούλευτα κοριτσίστικα χέρια της, υφαίνοντας χιλιάδες όνειρα για την ευτυχισμένη στιγμή που θα το φορούσε.
Ο χρόνος κύλησε γοργά φέρνοντας αγάπες, χαρές, αρραβωνιάσματα κι ετοιμασίες για τη μεγάλη στιγμή. Τα στεφανώματα πλησίαζαν ώρα την ώρα. Το αιθέριο νυφικό πανέτοιμο στην κρεμάστρα και το τυρκουάζ ολομέταξο νυχτικό, διπλωμένο πάνω στο νυφιάτικο κρεβάτι, πρόσμεναν να γίνουν σημαντικοί σταθμοί στη ζωή της νεαρής κοπέλας. Και να που την παραμονή του γάμου, πρωί-πρωί, κατέφθασε ο αρραβωνιαστικός της κρατώντας ένα πελώριο κουτί μ’ εντυπωσιακό περιτύλιγμα. Το Βιργινάκι ξεδίπλωσε βιαστικά το χαρτί, που έμοιαζε μεταξένιο, άνοιξε το φανταχτερό κουτί με τ’ ασημένια γράμματα και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα χιονάτο, αέρινο νυχτικό γεμάτο στολίδια και μια ομοιόμορφη ρόμπα. «Αυτά για σένα, αγαπούλα, για να τα φορέσεις αύριο βράδυ», είπε χαμογελαστός ο Τζώρτζης, την φίλησε τρυφερά κι έφυγε.
Η Βιργινία απόμεινε να κοιτάζει αμίλητη το δώρο του αρραβωνιαστικού της. Ήταν όμορφο πολύ, όμως εκείνη προτιμούσε χίλιες φορές το τυρκουάζ νυχτικό της νονάς της, αυτό που ταίριαζε με τα μάτια της, αυτό που χρόνια είχε συντροφέψει τα όνειρά της για την ξεχωριστή αυτή νύχτα της ζωής της. Πώς όμως να προσβάλει τον Τζώρτζη της; Το φύλαξε λοιπόν και πάλι με τη σκέψη πως θα έρθουν κι άλλες σημαντικές στιγμές στη ζωή της και τότε θα φορούσε σίγουρα το δώρο της νονάς της.
Τα χρόνια περνούσαν χαρίζοντας στο ζευγάρι μια ζωή γλυκιά, μελένια. Ο Τζώρτζης είχε εξελιχθεί σ’ έναν σπουδαίο δικηγόρο, το σπιτικό τους ήταν γεμάτο απ’ του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά, μόνο παιδί δεν έλεγε να χτυπήσει ακόμα την πόρτα τους.
- Σ’ όλους τους γιατρούς πήγες χωρίς αποτέλεσμα, Βιργινάκι μου, υπάρχει όμως κάποιος που σίγουρα θα σε βοηθήσει, είπε μια μέρα η νονά της.
- Ποιόν καλό γιατρό ξέρεις, νονούλα μου; ρώτησε με λαχτάρα η γυναίκα.
- Είναι ο θαυματουργός Άγιος, κόρη μου. Στην Εύβοια βρίσκεται το σώμα του. Οι προσκυνητές φορούν τον σκούφο του και θεραπεύονται από ένα σωρό αρρώστιες κι οι άτεκνες γυναίκες ζώνονται το ζωνάρι του και πιάνουν παιδιά. Πήγαινε να τον παρακαλέσεις θερμά και θα κάνει το θαύμα του, είπε με σιγουριά η νονά και το αντρόγυνο έτρεξε εκεί με πρώτη ευκαιρία.
Ήταν μια ηλιόλουστη Κυριακή σαν έφτασαν στην εκκλησία του Άη Γιάννη του Ρώσου. Παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία, κοινώνησαν, προσκύνησαν τον Άγιο, θερμοπαρακάλεσαν ν’ ακούσει το αίτημά τους κι έμειναν να ιδούν τις ομαδικές βαπτίσεις παιδιών που θ’ ακολουθούσαν. Στο μεταξύ η Βιργινία πήγε να ξαναπροσκυνήσει το σκήνωμα του Αγίου και να τον ξαναπαρακαλέσει να της χαρίσει ένα παιδί, όταν τα πόδια της μπερδεύτηκαν σ’ ένα μαλακό εμπόδιο. Τρόμαξε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της, έσκυψε κι έκπληκτη αντίκρισε ένα μωρό, ένα μελαχρινό σοκολατένιο προσωπάκι με δυο κατάμαυρα μάτια, που την κοιτούσαν τρομαγμένα, έτοιμα να βάλουν τα κλάματα. Σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά της και το κανάκεψε. Τι συναίσθημα ήταν αυτό, Θεέ μου! Ένιωσε το κορμί της να ριγά ολόκληρο απ’ τη συγκίνηση. Το χάιδεψε, του μίλησε τρυφερά κι είδε ένα γλυκό χαμόγελο ν’ αστράφτει μέσ’ στα δακρυσμένα του μάτια. Τι όμορφα που ένιωθε κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά! Αληθινή, πρωτόγνωρη ευτυχία! Αλλά πώς βρέθηκε αυτό το λεχούδι εκεί, πεταμένο στα πόδια του Αγίου, αναρωτήθηκε και κοίταξε γύρω της, όταν την πλησίασε συνεσταλμένα ένα νεαρό ζευγάρι τσιγγάνων.
- Να σου ζήσει νονά το βαφτιστήρι, ψέλλισε η μητέρα, ενώ ο σύζυγός της εξηγούσε στην έκπληκτη Βιργινία πως ήθελαν να βαφτίσουν το μωράκι τους, μα δεν εύρισκαν νονό, γι’ αυτό σκέφτηκαν να το αφήσουν κοντά στον Άγιο, για να φανερώσει εκείνος τον κατάλληλο. Γι’ αρκετή ώρα κανείς δεν είχε δώσει σημασία στο παιδί, μόνο εκείνη το πρόσεξε και το σήκωσε στα χέρια της, φαίνεται λοιπόν πως την είχε διαλέξει ο Άγιος για να το βαφτίσει.
Η Βιργινία, παρόλο που είχε συμπαθήσει το παιδάκι, δεν ήξερε αν ο άντρας της θα συμφωνούσε για μια τέτοια κουμπαριά. Τον αναζήτησε με το βλέμμα της, αλλά δεν τον εύρισκε πουθενά. Μα τι είχε γίνει ο Τζώρτζης; Τώρα βρήκε να εξαφανιστεί; Έριξε μια ματιά στη νεαρή μάνα του μωρού και τη ρώτησε:
- Πώς σε λένε;
- Μελένια. Απ’ εδώ ο Θωμάς, ο άντρας μου κι αυτό είναι το τρίτο παιδάκι μας, απάντησε συνεσταλμένα, σαν να ντρεπόταν.
- Για σκέψου, μονολόγησε η Βιργινία, ετούτη εδώ η τσιγγανούλα να έχει τρία παιδιά κι εγώ...
- Νονά, να σου ζήσει, άκουσε πίσω της τη χαμογελαστή φωνή του Τζώρτζη της.
- Δέχεσαι άντρα μου να το βαφτίσω; Είναι...
- Αγάπη μου, τι πειράζει; Είναι ένα παιδάκι που ζητά νονό για να το κάνει χριστιανόπουλο. Κι είναι τόσο χαριτωμένο! είπε ο Τζώρτζης χαϊδεύοντας τα παχουλά ποδαράκια του μωρού, που είχε χαλαρώσει κι αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του.
Δυο μήνες μετά τη βάφτιση η Βιργινία έμεινε έγκυος. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Μετρούσε με λαχτάρα τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες κι ο χρόνος της φαινόταν ατέλειωτος. Μέσ’ στη χαρά της ποτέ δεν ξέχασε το βαφτιστήρι της, που το θεωρούσε γουρλίδικο και το γέμιζε μ’ ένα σωρό δώρα. Όσο πλησίαζε ο καιρός της γέννας, ετοίμαζε την προίκα του μωρού και ταυτόχρονα ό,τι θα της χρειαζόταν τις μέρες που θα έμενε στην κλινική. Τότε θυμήθηκε το ωραίο τυρκουάζ νυχτικό. Μα και βέβαια, αυτό θα φορούσε τώρα που θα γινόταν μητέρα. Αυτή τη σημαδιακή στιγμή, τη σπουδαιότερη της ζωής της, ήθελε να τη ζήσει φορώντας το δώρο της νονάς, όμως δεν τα ‘χε λογαριάσει καλά. Ο Τζώρτζης, μόλις είδε το πανέμορφο νυχτικό, έτοιμο να μπει στη βαλίτσα της γυναίκας του, χλόμιασε, ζαλίστηκε, έχασε τα λόγια του. Μόλις συνήλθε, κατάφερε να τραυλίσει: «Όχι... αγάπη μου, όχι... Όταν χάσαμε την αδελφούλα μου, στα δώδεκά της χρόνια, την έντυσαν μ’ ένα φόρεμα ομοιόχρωμο. Ήταν το αγαπημένο της φουστάνι κι έγινε το τελευταίο της ένδυμα. Σε παρακαλώ, μη φορέσεις ποτέ ρούχο με παρόμοιο χρώμα, δεν αντέχω να το βλέπω».
Η Βιργινία στενοχωρήθηκε αφάνταστα. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να χαρεί ποτέ αυτό το θαυμάσιο νυχτικό, αφού το χρώμα του ξανάφερνε στον νου του άντρα της τραγικές αναμνήσεις. Μόλις πέρασαν οι πρώτες εντυπώσεις, έκανε σκέψεις πού να το χαρίσει. Σε ποιαν; Μα και βέβαια, στην κουμπαρούλα της τη Μελένια, την τσιγγάνα. Ήταν βέβαιη πως θα την ευχαριστούσε πολύ ένα τέτοιο δώρο. Το τύλιξε λοιπόν με προσοχή στο κουτί του, διάλεξε ένα ωραίο περιτύλιγμα, το στόλισε με ζωηρόχρωμες κορδέλες και της το πρόσφερε με πολλή αγάπη.
Ο καιρός περνούσε και το μωρό, αγοράκι, όπως είχαν δείξει οι εξετάσεις, κόντευε να βγει στο φως του ήλιου. Η Βιργινία κι ο Τζώρτζης ετοίμαζαν με λαχτάρα το παιδικό δωμάτιο, σκέφτηκαν μάλιστα να το βάψουν μ’ ένα πιο ζωηρό χρώμα, για να είν’ ευχάριστο στο νεογέννητο. Ειδοποίησαν λοιπόν τον ελαιοχρωματιστή κουμπάρο, τον Θωμά και του ανέθεσαν να το ομορφοφτιάξει. Δεν μπόρεσαν, όμως, να καταλήξουν στο χρώμα και του ζήτησαν να φέρει το χρωματολόγιο για να διαλέξουν και ν’ αποφασίσουν. Σε λίγες μέρες εκείνος κατέφθασε με τα σύνεργα της δουλειάς.
- Κούκλα θα γίνει, κουμπάρα μου, διαβεβαίωσε τη Βιργινία, που με βαρύ βήμα πήγε στην κουζίνα να του ετοιμάσει τον καφέ με τ’ απαραίτητα συνοδευτικά. Παραλίγο, όμως, να της ξεφύγει ο δίσκος απ’ τα χέρια, όταν, μπαίνοντας στο παιδικό δωμάτιο, αντίκρισε τον μαστρο-Θωμά, ανεβασμένο στη σκαλωσιά, να ξύνει τον τοίχο, φορώντας πάνω από τα ρούχα της δουλειάς, το τυρκουάζ νυχτικό της νονάς της! Ήταν πασαλειμμένο χρώματα και σκόνες κι οι δαντέλες κι οι κορδελίτσες του, γαριασμένες, έγερναν σαν μαραμένα φθινοπωριάτικα φύλλα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή να ξεκαρδιστεί στα γέλια με το απρόσμενο θέαμα, όταν άκουσε τον Θωμά να της λέει:
- Ο Θεός να σ’ ευλογεί, κουμπάρα μου, που χάρισες στη γυναίκα μου αυτό το νυχτικό. Εμείς, ξέρεις δα, δε φορούμε στον ύπνο μας τέτοια μεγαλεία, όμως εμένα με βόλεψε θαυμάσια, αφού, όταν δουλεύω, το βάζω πάνω από τα ρούχα μου, δεν λερώνομαι καθόλου με τις μπογιές κι έτσι γλυτώνει μερικές μπουγάδες η Μελένια η δύστυχη, που ‘χουν σαπίσει τα νύχια της απ’ τα πολλά πλυσίματα.
Εκείνη την ώρα μπήκε φουριόζος κι ο Τζώρτζης στο δωμάτιο. Είχε ξεχάσει κάποια απαραίτητα έγγραφα για μια υπόθεση και, ξαναγυρίζοντας να τα πάρει, άκουσε τα λόγια του κουμπάρου του. Κοιτάζοντας στα μάτια τη Βιργινία, που στεκόταν ακόμα με τον δίσκο στα χέρια, άφωνη, είπε γελώντας:
- Λοιπόν Θωμάκο, αν δεν έχει αντίρρηση η γυναίκα μου, νομίζω πως το πιο ταιριαστό χρώμα για το δωμάτιο του γιου μας είναι το...τυρκουάζ!
Η Ηρώ-Χρυσάνθη Αλεξανδράκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάσθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Από μικρή ασχολήθηκε με λογοτεχνία, ποίηση, ζωγραφική και κολάζ κι έχει φιλοτεχνήσει την εικονογράφηση ποιητικών συλλογών και παιδικών βιβλίων. Μετά τη συνταξιοδότησή της εξέδωσε πολλά βιβλία, ενώ έχει αρκετό ανέκδοτο υλικό. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας και της περιφέρειας κι έχει επανειλημμένα ανθολογηθεί, διακριθεί και βραβευθεί για ποίηση, διήγημα, άρθρα, δοκίμια και εικαστικά σε Πανελλήνιους και Παγκόσμιους Διαγωνισμούς από "Το Καφενείο των Ιδεών", το λογοτεχνικό περιοδικό "Κελαινώ", την Accademia Vesuviana, Νάπολη (2006), για το ποίημα "Carpe Diem" και (2007) για το ποίημα Ti ringrazio (Σ’ ευχαριστώ), την Accademia Nazionale d’ Arte e Cultura, S. Cipriano d’ Aversa (2007), για το ποίημα "Πορείες Ασύμβατες" (Cammini invompatibili) και τη Griechischer Kunst und Literatur Verein, στο Μόναχο, για το ποίημα "Ούτω λαμψάτω το φως υμών..." (2007), καθώς και για την ακροστιχίδα "Δήλος το νησί των ανέμων" (2008). Το Δεκέμβρη του 2006, το έργο της παρουσιάσθηκε στη Φιλολογική Αίθουσα "Παρνασσός", στο 10ο Λογοτεχνικό Συμπόσιο Ποίησης, ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί αφιλοκερδώς απ’ το Διευθυντή του Λευκαδίου Ωδείου Νίκο Θάνο, ενώ παιδική ποίησή της διδάχθηκε σε ελληνικά σχολεία του Μονάχου απ’ την ποιήτρια, ζωγράφο κι εκδότρια του περιοδικού "Κελαινώ" Παναγιώτα Ζαλώνη. Ακόμα ποιήματά της έχουν μεταφρασθεί στα ιταλικά στη Νάπολη από τη φιλόλογο Κατερίνα Βουκάκη, καθώς και στα Αλβανικά, πλην των αναφερομένων στο εξώφυλλο και από τον αξιόλογο δημοσιογράφο ποιητή Dashamir Malo και δημοσιεύτηκαν στη Gazeta Nacional (Τίρανα) και από τους διακεκριμένους ποιητές Andrea Petromylo και δημοσιεύτηκαν στη Gazeta Αθήνας και Iliaz Bobaj, που τα περιέλαβε σε ανθολογία.Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, είναι μέλος της Accademia Vesuviana στη Νάπολη, του Φιλολογικού Συλλόγου "PEGASI" στο Αργυρόκαστρο, του Συλλόγου Ιστορικών Συγγραφέων, πολιτιστικών και φιλανθρωπικών σωματείων κι εθελόντρια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
To συνοδό εικαστικό είναι από τον ιστό του Pinterest https://pin.it/6S2SzMH
Επιμέλεια: Σταυρούλα Δεκούλου
Ωραίο, Χρυσάνθη μου το διήγημά σου. Θερμά συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφή