Τα καλά που πρόκειται να ‘ρθουν
τα κρατάς απαλά
στις μισόκλειστες φούχτες σου.
Τη δροσοσταλιά που πρόκειται ν’ απλωθεί
την κρατάς αινιγματικά
στη δροσιά των ματιών σου.
Το χαμογέλι που θ’ ανθίσει στα χείλη μας
ακουμπάει στου δοξαριού σου την άκρη.
Τα φυτά που θα βλαστήσουν
είναι αυτά που στις ρίζες τους φτάνουν
οι αυλακιές του καταρράκτη
που ορίζεις και διαφεντεύεις .
Το σπόρο των κρίνων
της απόμερης χαράδρας
που ριζώνει της ψυχής το φτερούγισμα
τον κρατάς στην ποδιά σου.
Τα κακά που πρόκειται να ‘ρθουν
τα κρατάς δυνατά
στο σκοτεινό του λογισού σου κομμάτι.
Το φαρμακωμένο χιτώνα
που στο πετσί μας θα κολλήσει,
εσύ,
ίδια Δηιάνειρα απ’ την Καλυδόνα ,
πρόκειται να μας τον ταξιδέψεις
μες σε αργυρό, πλουμιστό σεντούκι,
μέχρι την Οιχαλία
που μόλις κυριέψαμε,
με τσακισμένο καράβι
δίχως κατάρτια και πανιά
και στο δοιάκι του ένας άλλος Λίχας αφελής .
Εκεί θα τελέψουμε
χωρίς του Φιλοκτήτη την παρουσία,
να του χαρίσουμε τις σαΐτες μας .
Κι αν, μολαταύτα, φθάσουμε κάποτε
στην Τραχίνα,
δε θα μπορέσουμε ν’ αντικρίσουμε
την πανώρια Ιόλη ,
τι θα 'ναι θολή κι αδύνατη η ματιά μας.
Σαν ανεβούμε στον Υμηττό
μια ροδοδάχτυλη αυγή,
να ικετέψουμε την Ηώ
ν΄ αυγατίσει το καλό μας,
εσύ,
ίδια η Πρόκρη απ’ την Αθήνα,
θα χαρίσεις στον Κέφαλο
το κοντάρι το μαγικό
να μας το ρίξει κατάστηθα
πλάι στα χαμόκλαδα τα πυκνά.
Κι αν ακόμα,
το ελάφι της ζωής αναζητήσουμε
στα βαθυχόρταρα λιβάδια της Χίου,
θα’ σαι εσύ που θα οπλίσεις το στιβαρό χέρι
του Κυπάρισσου,
να μας λαβώσει,
κι ας ψυχοδέρνεται ύστερα.
τα κρατάς δυνατά
στο σκοτεινό του λογισού σου κομμάτι.
Το φαρμακωμένο χιτώνα
που στο πετσί μας θα κολλήσει,
εσύ,
ίδια Δηιάνειρα απ’ την Καλυδόνα ,
πρόκειται να μας τον ταξιδέψεις
μες σε αργυρό, πλουμιστό σεντούκι,
μέχρι την Οιχαλία
που μόλις κυριέψαμε,
με τσακισμένο καράβι
δίχως κατάρτια και πανιά
και στο δοιάκι του ένας άλλος Λίχας αφελής .
Εκεί θα τελέψουμε
χωρίς του Φιλοκτήτη την παρουσία,
να του χαρίσουμε τις σαΐτες μας .
Κι αν, μολαταύτα, φθάσουμε κάποτε
στην Τραχίνα,
δε θα μπορέσουμε ν’ αντικρίσουμε
την πανώρια Ιόλη ,
τι θα 'ναι θολή κι αδύνατη η ματιά μας.
Σαν ανεβούμε στον Υμηττό
μια ροδοδάχτυλη αυγή,
να ικετέψουμε την Ηώ
ν΄ αυγατίσει το καλό μας,
εσύ,
ίδια η Πρόκρη απ’ την Αθήνα,
θα χαρίσεις στον Κέφαλο
το κοντάρι το μαγικό
να μας το ρίξει κατάστηθα
πλάι στα χαμόκλαδα τα πυκνά.
Κι αν ακόμα,
το ελάφι της ζωής αναζητήσουμε
στα βαθυχόρταρα λιβάδια της Χίου,
θα’ σαι εσύ που θα οπλίσεις το στιβαρό χέρι
του Κυπάρισσου,
να μας λαβώσει,
κι ας ψυχοδέρνεται ύστερα.
Ο Αυγερινός Ανδρέου γεννήθηκε στην Άνω Καλεντίνη Άρτας. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα. Είναι Γενικός Γραμματέας της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος. Είναι συνιδρυτής της Αθηναϊκής Εταιρίας Πολιτισμού, της οποίας υπήρξε Πρόεδρος.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: "Αντιστροφές", "Δίπυλος", "Πέτρα και Φως", "Μετά την καταιγίδα", "Ιχνηλατώντας τους Καιρούς", "Το δοιάκι των καιρών", "Έβδομη Γραφή". Έχουν δημοσιευτεί από τον ίδιο οι μελέτες με τίτλο: "Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στην δημώδη και λόγια ποίηση", "Ερμηνευτική προσέγγιση στο κλέφτικο τραγούδι της Λένως Μπότσαρη", "Τα τραγούδια της φυλακής". Έχει αποδώσει στην ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα το τραγούδι του Βασίλη Μιχαηλίδη "Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου) ή το Τραούδιν του Κυπριανού". Έχει δημοσιεύσει ιστορικές και λαογραφικές μελέτες και άρθρα σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΑΠΟΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ Θ. ΑΝΔΡΕΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου