Η πόρτα έκλεινε τρίζοντας στο χτύπημα του ανέμου, οι εποχές
άλλαζαν, κάπου κάπου γεννιόταν κι ένας ουρανός/ η παλιά κληματαριά, γαντζωμένη
στην σκουριασμένη σκαλωσιά, περίμενε να φουντώσει πάλι/ μόνο ο δρόμος εκείνος
έμενε ίδιος, περιμένοντας πάντα, νέους σε αναζήτηση.
Αυτή η σκλαβιά των οριζόντων, ποδοπάτησε, αδιάφορα, όλες τις
σκέψεις μας/ λες ουρανό, μα τρέχεις στα γήινα, τα ανθρώπινα, βιαστικά, μόνος ή
με το πλήθος/ οι αριθμοί άλλωστε μετράνε, στις καταστάσεις, οι αριθμοί
χάνονται, οι αριθμοί πληγώνονται.
Δεν ξέρω γιατί λείπεις, γιατί χάνεσαι, γιατί προσεκτικά
σβήνεις και την τελευταία εικόνα σου απ' τη μνήμη μου/ έξω, όλα συνεχίζουν
κανονικά να γελάνε, να μελαγχολούν, να ασπάζονται κάποια ιδεολογία, ή μια
δικαιολογία για να αποστατήσουν απ' την καθημερινότητα/ ο χειμώνας παραμένει,
στην ίδια ένταση και απόσταση, τι κι αν υποσχέθηκαν άνοιξη, θέμα χειρισμού
είναι; τόσες εποχές αλλοιώθηκαν στα χρόνια/ μια παρένθεση, γράφω το γράμμα, με
τόσα λάθη κρυμμένα, αλλά περιμένω απάντηση, σ' ένα τραγούδι ξένο, ή με το
ξέσπασμα κάποιας θάλασσας στη στεριά.
Κριθείς νέος, για μια Ιθάκη, αποστάτησες, σου ταιριάζουν,
λέγανε, θάλασσες και κύματα, ένα ταξίδι, χρόνος/ πριν ξαπλώσεις, λιπόθυμος,
απογοητευμένος, σε μια στεριά δική σου ή άλλων/ όπου άμμος, βιαστική θα σε τυλίγει
και ένας ήλιος, με εγκαύματα θα σε ξυπνά/ να δεις, θολά, ότι το ταξίδι
τελειώνει, σε κάποια Ιθάκη και μένουν, ξύπνιες -πάντα- λεπτομέρειες/ πριν
χαθούν, ένδοξα, ηρωικά, σε ένα χαλασμό μνηστήρων, που ελπίζουν, πάραυτα, μη
βλέποντας τον Οδυσσέα, τυφλωμένοι, για τα μάτια κάποιας Πηνελόπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου