"Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας." Τάσος Λειβαδίτης, "Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο." Οδυσσέας Ελύτης, "Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου, τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης" Γιάννης Ρίτσος, "Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται." Γιώργος Σεφέρης

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Δημήτρης Κάπα, Μαρία

 



#Μαρία#

Με τη Μαρία γνωριστήκαμε εντελώς τυχαία. Ήταν αδερφή της Γιώτας που ήμαστε φιλαράκια και συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ένα πρωί που είχαμε εργαστήριο στο προεντεταμένο σκυρόδεμα, εμφανίστηκε λαχανιασμένη στο άνοιγμα που χρησιμοποιούσαμε για πόρτα και διέκοψε την βοηθό καθώς ήθελε κάτι σημαντικό να πει στην αδερφή της. Η βοηθός της είπε να περιμένει λίγο έξω στο διάδρομο και θα ερχόταν εκεί να την βρει η αδερφή της.

Πράγματι, η Γιώτα εμφανώς αναστατωμένη έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και ακολουθώντας το επίμηκες κενό που σχημάτιζαν τα τραπέζια στην αίθουσα, εξαφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας στο βάθος του διαδρόμου. Η Μαρία είχε βγει έξω σε μια μικρή αυλή, προς τη μεριά του βουνού. Πρόλαβε να ανάψει τσιγάρο. Εκεί την βρήκε η Γιώτα, βουρκωμένη μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού καθώς είχε άπνοια.

Τη ρώτησε, τί συνέβαινε.

«Γύρισε πριν δυο ώρες περίπου μεθυσμένος. Με χτύπησε.»

«Σε χτύπησε;»

«Ναι, κοίτα» και σήκωσε τα μαλλιά της που έπεφταν στην αριστερή  πλευρά του λαιμού της σαν καταρράκτης ώσπου ν' αγγίξουν το δαχτυλίδι που είχε για μέση.

Εκείνη τη στιγμή πέρασε αρκετά χαμηλά ένα πολεμικό αεροπλάνο αεριωθούμενο. Έτσι οι χειρονομίες που έκαναν συνομιλώντας οι δυο αδερφές έμοιαζαν με παντομίμα τραγική.

Καθώς η Γιώτα αργούσε να επιστρέψει και το εργαστήριο έπρεπε να προχωρήσει, η βοηθός με έστειλε να δω αν είναι καλά και οι δυο τους. Στάθηκα παράμερα, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, αλλά προδόθηκα γιατί από νευρικότητα κλώτσησα άθελά μου ένα άδειο τενεκάκι από αναψυκτικό και ο χαρακτηριστικός θόρυβος που έκανε καθώς σύρθηκε στην άσφαλτο έκανε τις δυο γυναίκες να γυρίσουν προς το μέρος μου.

«Τί κάνεις εδώ Χρήστο;»  ήταν η αντίδραση της Γιώτας.

Απορία και έντονη ενόχληση είχε το βλέμμα της.

«Με έστειλε η Αργυρίου να δω αν θα αργήσεις γιατί έχει διακόψει το μάθημα.»

«Πες της να συνεχίσουν χωρίς εμένα. Έχουμε ένα πρόβλημα... Από 'δω η Μαρία. Μαρία ο Χρήστος, συμφοιτητής μου. «

Η Μαρία στον κόσμο της, ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Μόνο ένα κοφτό συγκαταβατικό νεύμα με το κεφάλι πλαγιοκοπώντας με, ενώ το στόμα της έστελνε τον καπνό στην αντίθετη κατεύθυνση.

«Χάρηκα Μαρία» έκανα εγώ σαν ηλίθιος κι αυτό το πλήρωσα ακριβά. «Χάρηκες που με είδες βουρκωμένη; Δηλαδή αν με έβλεπες να κλαίω θα χοροπηδούσες από τη χαρά σου;»

«Μαρία σε παρακαλώ», την επανάφερε η Γιώτα.

«Χρήστο αν θες μας αφήνεις για λίγο μόνες; Κάποιο πρόβλημα προέκυψε και πρέπει να το λύσουμε. Πες στην Αργυρίου ότι θα επιστρέψω μόνο για να πάρω τα πράγματά μου. Θα της εξηγήσω αύριο πες της.»

Σα βρεγμένη γάτα πήρα το δρόμο για το εργαστήριο ενώ ο Υμηττός είχε αρχίσει να "βάζει κατσούλα" και σηκώθηκε ένας αέρας που έδωσε μια ευχάριστη κινητικότητα στις κορυφές των κυπαρισσιών του κοντινού νεκροταφείου του Αη Νικόλα. Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί ο τρόπος που η Μαρία κρατούσε το τσιγάρο. Τον είχα βρει εντελώς ξεχωριστό, σημάδι μιας ακαταμάχητης γοητείας που μπορούσε να εξελιχθεί ακόμα και σε έρωτα. Έτσι ήμουν τότε. Και τώρα μάλλον έχω χειροτερέψει.

«Κυρία Αργυρίου, η Μαρία -lapsus αναμενόμενο- μου είπε ότι θα επιστρέψει μόνο για να πάρει τα πράγματά της. Θα σας εξηγήσει αύριο, μου είπε.»

«Τιμή μας», έκανε η Αργυρίου και ένα σύννεφο ξινίλας την εξαφάνισε προσωρινά από το οπτικό μου πεδίο. Τί γυναικάρα αυτή η Μαρία. Τι γάμπα ήταν αυτή. Σαν να την έπλασε ο Θεούλης για διαφήμιση της Μπερκσάιρ. Μαλλί σκούρο καστανό, μακρύ κι ο Πλάστης όταν έπλαθε τις καμπύλες της  δεν φέρθηκε καθόλου μα καθόλου τσιγγούνικα στο δημιούργημά του. Και ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο..., μόλις την έφερα πάλι εμπρός μου ζωντανή, ένιωσα ό,τι λέκιασα το εσώρουχό μου. Αχ, νιάτα. Πάντα σε επιχειρησιακή ετοιμότητα.

«Ξύπνα Βασίλη» με επανάφερε στο παρόν η φωνή της Γιώτας που μάζευε τα πράγματά της δίπλα μου.

«Τί πάθατε βρε Γιώτα;»

«Κάτι οικογενειακά. Το Μαράκι είναι μυστήριο τραίνο. Θα σου πω την Τετάρτη. Άντε καλό Πι Σι Κάπα» μου πέταξε σηκώνοντας την τσάντα της και κλείνοντάς μου το μάτι.

«Καλό και για σένα Γιωτάκι»

Η Γιώτα έφυγε τρεχάτη να ξαναβρεί την αδερφή της. Είχε αρχίσει να ψυχαλίζει. Ευτυχώς η Μαρία είχε έρθει με το αυτοκίνητο όπου και την περίμενε με αναμμένη τη μηχανή. Ένα Toyota κουπέ δίθυρο μουσταρδί, σήμα κατατεθέν των 70s.

«Ακούς τον μαλάκα, μαζί πηδιόσαστε εμένα πλακώνει στο ξύλο. Το ρεμάλι. Δεν είναι καλά ο άνθρωπος πέρα απ' ότι είναι κάργα αλκοόλας. Πού τον ψώνισες εξυπνοπούλι μου, δεν μπορώ να το καταλάβω. Βέβαια, εδώ να τονίσουμε πως δεν σου άρεσε ο Κώστας, μια χαρά παιδί. Ναι, μωρέ μια χαρά παιδί, που μας έπαιρνε και τις δυο, χωρίς η μία να ξέρει για την άλλη.»

 «Ωχούυυυ, κολλάς κι εσύ σε κάτι λεπτομέρειες ρε συ Γιώτα. Δικός σου ήτανε καμάρι μου. Εγώ περαστική ήμουν. Δηλαδή, θέλεις να μου πεις τώρα ότι απλά ήθελες να τον δοκιμάσεις σαν μεγαλύτερη για να βεβαιωθείς ότι το αδερφάκι περνάει καλά. Άμα σε πιάσω από το μαλλί που σου έχει φτάσει στον κώλο, θα στο βγάλω τρίχα τρίχα, μόη Μαριώ, που λένε και οι Κορωπιώτες.» Έσκασαν κι οι δυο τους στα γέλια, ενώ το Τοyotα περνούσε από τη δευτέρα στην τρίτη.

Τα πράγματα ωστόσο ήταν πιο σοβαρά απ' όσο τα παρουσίαζαν οι αδερφές Ντάβαρη. Εμένα μου είχε πει το Γιωτάκι πώς ο Αργύρης το είχε εύκολο να σηκώνει το χεράκι του, κάποιες φορές μου είχε δείξει τα σημάδια. Μια μέρα είχε σκάσει μύτη και με γυαλί ηλίου, ενώ μόνο ήλιο δεν είχε εκείνη τη χειμωνιάτικη ημέρα.

«Σαν πολλά δε ρωτάς για την αδερφούλα μου Χρηστάκη; Ε, ναι λοιπόν, πριν λίγες μέρες έκλεισε τα είκοσι επτά. Είναι γκόμενα η γυναίκα, καμμιά σχέση με μένα. Γεννήθηκε θηλυκό.  Όποιον γουστάρει τον έχει στο κρεββάτι της. Μοιάζουμε, αλλά μόνο φατσικά.»

«Ρε συ Γιωτάκι, λες να δοκιμάσω την τύχη μου;»

«Και δεν τη δοκιμάζεις; Την άδειά μου χρειάζεσαι μωρέ;»

«Καλά λες.»

Με τα πολλά κατόρθωσα να κλείσω το πρώτο ραντεβού με τη Μαρία. Προηγήθηκαν κάμποσα τηλεφωνήματα όπου και καλά έπαιρνα για να ρωτήσω κάτι τη Γιώτα - τις ώρες που ήξερα ότι λείπει- και πιάναμε την κουβέντα περί παντός επιστητού με τη Μαρία. Ώσπου φτάσαμε και στο κομβικό σημείο του ραντεβού για ένα καφέ μετά το μεσημεριανό φαγητό στο Παγκράτι. Εν τω μεταξύ τις τελευταίες μέρες η Γιώτα δε μου φαινόταν και πολύ καλά. Τη ρωτούσα τί έχει και τη μια φορά μου έλεγε πως ήταν κουρασμένη, την άλλη πως βαριότανε, την τρίτη πως είχε πονοκέφαλο.

Το ραντεβού ωστόσο πήγε τόσο καλά που καταλήξαμε στο κρεββάτι. Η Γιώτα είχε πάρει το αυτοκίνητο και πήγε στο Κορωπί να δει τους γονείς τους και θα έμενε το βράδι εκεί. Η Μαρία δέχτηκε με ενθουσιασμό να την πάω στο σπίτι τους με το μηχανάκι και όταν φτάσαμε μου πρότεινε να ανέβω για ακόμα ένα καφέ και μετά αν ήθελα να νοικιάζαμε καμμιά ταινία της προκοπής για να δούμε τρώγοντας ποπ κορν. Ε, λοιπόν δε χρειάστηκε να με παρακαλέσει. Κάναμε έρωτα ως το πρωί με ένα μόνο διάλειμμα για πίτσα σε μια κοντινή πιτσαρία. Η Μαρία ήταν μια γυναίκα βόμβα, ατομική νέας γενιάς. Το Ναγκασάκι και η Χιροσίμα μαζί. Δεν την χόρταινα,  αντίθετα με άναβε όλο και περισσότερο. Αυτό φαινόταν στην ένταση των οργασμών της και στο ότι ξεσήκωνε τον κόσμο από τις φωνές της κάθε φορά που τελείωνε, κι εγώ μέσα της.  

«Παίρνω το χάπι» μου είχε είπε.

Κατά τις τέσσερεις μας πήρε ο ύπνος, αποκαμωμένους, αφυδατωμένους. Γυμνοί κοιμηθήκαμε, η Μαρία κολλημένη επάνω μου δια παν ενδεχόμενο. Ώσπου μέσα στον ύπνο μου άκουσα χτυπήματα σε ξύλινη πόρτα. Πετάχτηκα και ανακάθισα στο κρεββάτι. Το Μαράκι  αναδεύτηκε δίπλα μου και συνέχισε να κοιμάται. Τα χτυπήματα δυνάμωσαν κι έγιναν κλωτσιές υπό την σφοδρότητα των οποίων υποχώρησε ο ταμπλάς της πόρτας, και ω του θαύματος, εμφανίστηκε ο Αργύρης που γέμισε το σπίτι μυρουδιά από φτηνό αλκοόλ.

«Μ' αυτόν πηδιέσαι μωρή;»

«Δεν είναι εδώ εκείνη που ψάχνεις ανόητε. Παράτα μας ήσυχους.»

«Κάνε στην άκρη λιμοκοντόρε. Μέσα κρύβεται η βρώμα. Εκεί που πηδιέται και μαζί μου. Κάνε στην άκρη λοιπόν.»

Τότε παρεμβλήθηκε ανάμεσά μας η Μαρία, ευτυχώς με το πουκάμισό μου για να κρύψει τη γύμνια της.

«Βρε Αργύρη, τί πράγματα είναι αυτά;»

«Σκάσε κι εσύ μωρή καριόλα.»

Δεν άντεξα και του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο πάνω μέρος του κρανίου με ένα πορτατίφ από όνυχα που βρέθηκε δίπλα μου, πάνω στο κομοδίνο του κρεββατιού της Μαρίας. Αίματα και άλλες ουσίες τινάχτηκαν στους μπεζ τοίχους. Ο δόλιος ο Αργύρης δεν πρόλαβε να κάνει ωχ.

Είκοσι πέντε χρόνια περίμενα τούτη την ώρα. Μαζί με μένα η σύζυγός μου η Μαρία και τα δυο μου παιδιά. Να ανοίξει η πόρτα της φυλακής, να τους αγκαλιάσω και να φύγουμε όλοι μαζί για το σπίτι.

 

Δημήτρης Κάπα

26.03.24

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου