Όταν στα μάτια σταλάξει ο πάγος
και το χιόνι απλωθεί στην ψυχή
όταν μολύβι το στήθος, βαρύ
και το μηδέν την αφή υφαρπάξει
όταν ο ήλιος μεσουρανεί παγερός
κι η βροχή δε δροσερεύει τη σκέψη
όταν ο νους κοντοσταθεί στη στιγμή
και η καρδιά δεν κυνηγά τα λεπτά
τότε
μαύρο σκοτάδι
θα σου κυκλώσει το είναι.
Αδηφάγα η γη
πεινασμένα σκουλήκια
θ’ αλλοτριώνουν το ταπεινό σου σαρκίο.
Αν, ευτυχώς, στο νερό ξεψυχήσεις
παυγιδευμένο στα φύκια σκαρί
προκαλείς τα θεριά του πελάγου.
Δάκτυλα άσαρκα, κουφάρι λιωμένο
θα πλανάσαι στην αιώνια ταλάντωση
στο υπερπέραν αποζητώντας γαλήνη.
Ψυχή μου και σώμα
πάντα ενιαία σας είχα
ευχή και κατάρα αφήνω
στην πυρά παραδώστε τα
κάψτε, κάψτε με!
Να μην πια τη φοβούμαι
στους ανέμους σκορπίστε την τέφρα!
Τη μέρα που τη στάχτη μου σκορπούσαν
τυφώνας σύρθηκε
την άρπαξε στα ύψη.
"Συ, άφησε τη γείωση για τρίτους"
μου σφύριζε ο Αίολος.
"Θα ξεπνοήσεις"
"Θα σωριαστώ"
του εμπιστευόμουν
και κείνος
της λαχτάρας συνεργός
με μιας δόρυ καρφώνει
διαπερνάει της γης την ατμόσφαιρα
στο σύμπαν αστερόεσσα μ’ ορίζει
χιλιάδες μύρια
τα "λάμδα"
να εκπέμπω τ’ ουρανού.
Από το "Πορφυρό μενεξελί"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου