Μ’ αγκιστρωμένο το μυαλό στα μάγια των κυμάτων
η σκέψη σου τεζάριζε της λησμονιάς το ξάρτι
όσο κι αν στα σύννεφα ύψωνες τη ματιά σου
της θύμησης το δάκρυ ν’ αποκρύψεις.
Με τη σκιά σου στ’ αχνοσκόταδο
σιγομιλάς με της ανεμόσκαλας το ξέφτι
ώσπου τα όνειρά σου καταχώνιασε ο ουρανός
πίσω απ’ τη βαριά κουρτίνα της ομίχλης.
Στο σύθαμπο με δίγνωμη ματιά ο μαρκόνης
κάποια μορφή ξεδιάλυνε στης Αφροδίτης τ’ άστρο
και λόγιαζε τα ναυτικά αφάγωτα καρβέλια
ταΐζοντας τη μοναξιά με γεύση του τσιγάρου.
Είναι φλύαρη η σιωπή απάνω στο καράβι·
οι θύμησες σμίγουν στο κάδρο της ανάμνησης
ξεθάπτοντας απ’ αλαργινά δρομιά τα περασμένα
για να φουσκώσει η καρδιά με μυρωδιά της ζήσης.
Στα αδιέξοδα με τα κόκκινα φανάρια
με ξέφρενη τη φαντασία τον πόθο λαχταράς
εκεί όπου θηλυκά την αντρειά τρανεύουν
κι η ύπαρξή σου απ’ τις μαργιολιές πλανιέται.
Κι εγώ, σαν το ψάρι που αποθαλάσσωσε
με μια βαλίτσα ξέθωρη στο χέρι
κοντοστάθηκα κοιτώντας πίσω στ’ ανοιχτά
δηλώνοντας πιστός στην αιώνια ερωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου