Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου - Εκδόσεις Βεργίνα
Μενέλαος Μαρκιανός, #επιλογές γραφής#
Έμαθα ότι κάθε μέρα μπορεί να αλλάξει.
Έμαθα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο και δύσκολο από το να εμπιστεύεσαι κάποιον.
Έμαθα να δέχομαι τις απογοητεύσεις ή σε κάθε περίπτωση να μην τους δίνω πολύ βάρος.
Έμαθα να προχωράω ακόμα και όταν το μόνο άτομο που θέλεις να μιλήσεις είναι το ίδιο άτομο που σε πλήγωσε.
Έμαθα ότι πολλοί άνθρωποι δεν το κατάλαβαν ποτέ αυτό.
Έμαθα ότι όσο περισσότερα δίνεις τόσο λιγότερα παίρνεις.
Αγνοώντας γεγονότα δεν θα αλλάξει τα γεγονότα.
Ότι τα κενά δεν μπορούν πάντα να καλυφθούν. Ότι τα μεγάλα πράγματα φαίνονται από τα μικρά πράγματα.
Ο τροχός γυρίζει, αλλά όταν δεν σε νοιάζει πια.
«Άσε με να σε μάθω να αγαπάς» , του είπε τρυφερά.
«Θα χάσω το πάθος μου» , της απάντησε.
«Δεν θα το χάσεις. Θα γίνει πιο βαθύ , πιο ουσιαστικό , πιο αληθινό».
«Δεν θέλω να πάψω να είμαι πολεμιστής».
«Πάντα θα είσαι αλλά θα πολεμάς για πιο όμορφα πράγματα. Δεν θα πολεμάς για την υποταγή αλλά για το “ακούμπισμα” και θα είναι αυτή η πιο μεγάλη σου νίκη.
Η νίκη των δύο που γίνονται Ένα».
«Θα χάσω το όνομά μου , την φήμη μου , θα γίνω θνητός».
«Τότε είναι που θα κερδίσεις την απόλυτη Δόξα και Αθανασία.
Όποιος δεν περάσει από το ανθρώπινο δύσκολα φτάνει στο θεϊκό».
Κι ο Έρωτας πήγε κοντά της και την άφησε να τον αγκαλιάσει.
Βραβείο Βιβλίου 2024 για τον Πάνο Κουμπούρα από το περιοδικό Κελαινώ
Αδέλφια , μες στο ηλιόβροχο γεννοβολά το χώμα
κι ο σπόρος απ’ το φύτρο του στα χέρια μας καρπός.
Αρκούν μπόρες και χάλαζες να νεκρωθεί το σώμα;
Το δέντρο κι αν πληγώθηκε μπολιάζεται ο βλαστός.
Σαν άνθρωπος σταυρώθηκε ο ίδιος ο θεός,
μα η αγκαλιά της Παναγιάς δε μνήσκει της μονάχη,
η χαρμολύπη ανάσταση και νίκη του φωτός.
Ο κόσμος σταροχώραφο και η ψυχή μας στάχυ.
Ποτές της άχαρη η ζωή , έχει ροδιού το χρώμα
φλέβες με κόκκους άλικους της μάνας γης παλμός.
Στην κορυφή αναπτέρωμα του νου λαμπρό αέτωμα
της χρυσαλλίδας έξοδος λεύτερος ουρανός.
Στ’ ανεμοβόρι θλίβεται κι ο βράχος ο σκληρός,
έρωτας μπάτης στην καρδιά κι η πλάση ευθύς ζεστάθη.
Τ’ αγέρι σπέρνει αντοχές , κάμπος ευωδιαστός:
ο κόσμος σταροχώραφο και η ψυχή μας στάχυ.
Φύση , κοιλάδα εύφορη , σαν πόσα γλέντια ακόμα
στο πανηγύρι του Άϊ – Λιός των νιάτων μας χορός;
Το γιοματάρι ολόγιομο ρέει ευωχία , άρωμα
υγειάς , με πίστη ακλόνητη αλύγιστος λαός.
Θάλλουν τα πλατανόφυλλα , δροσιάς ανασασμός,
πευκοβελόνες κέντησαν της βιοπάλης μάχη.
Πήγασος δρέπει χίμαιρες , στ’ αλώνι θερισμός:
ο κόσμος σταροχώραφο και η ψυχή μας στάχυ.
Σοφή πατρίδα , ελπίδα μου , ικέτης νοσταλγός,
δέξου κι εμέ στις ρίζες σου , βίγλα στο καταράχι:
η αγάπη θέριεψε . – Ανέστη ο Λόγος . – Αληθώς!
Ο κόσμος σταροχώραφο και η ψυχή μας στάχυ.
Παναγιώτης Κουμπούρας
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Θάνος Τσάμπρας, Πέμπτη Εποχή των αοράτων
Πέμπτη Εποχή
Παίζουν οι εποχές κυνηγητό
στου χρόνου το αλώνι.
Κι όταν η μιά φτάνει την άλλη,
αρχίζει το παιχνίδι πάλι.
Υπάρχει και η πέμπτη εποχή,
που τόπος δεν την ξέρει
και χρόνος δεν την διαφεντεύει.
Δεν μπαίνει στη σειρά.
Δε γιορτάζει, δε θρηνεί, δεν ξεφαντώνει.
Χορεύει μόνη.
Γαλήνιο το φως της
και λαμπρό.
Λούζει τα σπαρτά,
μα δεν τα καίει.
Αμάραντοι οι κήποι της.
Με λουλούδια πάντα ανθισμένα,
σε χίλια μύρια χρώματα,
που τους θνητούς μαγεύουν
και τα ουράνια τόξα τα ζηλεύουν.
Στους κάμπους της,
μεστοί καρποί στολίζουν
αιώνια τα δέντρα.
Όμως, τα μάτια που αντικρύζουν
περιβόλια ιδανικά,
μήπως τα συνηθίζουν
και παύουν να δακρύζουν;
Χέρια που στάχυα δε θερίζουν,
σε τί ελπίζουν;
Μπορεί να γίνει
εφιάλτης η γαλήνη;
Τα καθαρά
και ήρεμα νερά,
αν νοσταλγήσουν ταραχή,
πώς αναδεύουν;
Υπάρχει άναρχος αέρας
κύμα να σηκώσει,
να τα λυτρώσει;
Ας είναι μακρινή,
η πέμπτη εποχή.
Άλλωστε, για να την βρεις,
πρέπει, όπως λένε,
τον Ρουβίκωνα να διαβείς.
Συλλογή: Πέμπτη Εποχή των αοράτων, 2022
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024
Τάσος Λαμπρόπουλος, απόσπασμα από τη διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Fudan της Σαγκάης
Τρίτη 16 Απριλίου 2024
Στέλιος Δουλγεράκης, Οι Φαροφύλακες της Νύχτας
Απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα του βιβλίου
Τι νύχτα και αυτή!!
Τελικά οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες δεν κυκλοφορούν μόνο τις μέρες αλλά και τις νύχτες, σε δρόμους στοχαστικούς και ερωτικούς, εκεί που κατοικούν τα όνειρα και η υπέρμαχη ανθρώπινη προσδοκία.
Γιατί σε τέτοια ταξίδια μόνος δεν είσαι. Ό,τι λαμπυρίζει το σκοτάδι είναι μαζί σου.
Θες τ’αστρα του ουρανού..
Θες τ’ νυχτοπούλια που γλυκοπαίζουν μες' το σκοτάδι...
Θες οι αλήτες, οι άσπονδοι και οι αγύρτες που είναι οι μόνοι που παλεύουν τη μοίρα και το λιγόπνοο φως της…
Θες εκείνο το αυτόφωτο θείο άστρο που ευλογάει τους τολμηρούς…
Και τόσα και αλλά τόσα σε συντροφεύουν.
Έτσι περνούσαν οι νύχτες και έτσι τις προσκύναγαν οι ημέρες, ομολογώντας υποταγή στην ανάγκη και τη λεβεντιά που ονειρεύεται.
Σκηνοθεσία: Δουλγεράκης Στέλιος
Δευτέρα 15 Απριλίου 2024
Αγιούμπα Χρυσάνθου Κωνσταντίνου - "Ανέμων Αγκαλιά", γράφει ο Βαγγέλης Γιάννος
Ποίηση: Αγιούμπα Χρυσάνθου Κωνσταντίνου.
Τίτλος: Ανέμων Αγκαλιά.
Λευκωσία 2023.
Στον έρωτα στέκεται με σεβασμό, δεν τον ευτελίζει, ίσως διστακτικά να εκφράζεται με δέος, αφήνει όμως να την τυλίξουν θύμισες, να ραίνεται με τα αρώματά του, αρώματα που δεν αποκωδικοποιεί με όσφρηση, αλλά με την καρδιά της!
Ευχαριστούμε για το ταξίδι που μας χάρισες!
Καλοτάξιδη, με ατέρμονες πτήσεις η νέα σου ποιητική συλλογή!
Βραβεία Βιβλίων & Θεατρικού Μονολόγου από το Περιοδικό ΚΕΛΑΙΝΩ
• Γιάννης Σταύρου
Κυριακή 14 Απριλίου 2024
Φωτο - στιχίες , Νίκος Πατσιαούρας
Πάνος Κούρβας, Ναυτοσύνη
Μ’ αγκιστρωμένο το μυαλό στα μάγια των κυμάτων
η σκέψη σου τεζάριζε της λησμονιάς το ξάρτι
όσο κι αν στα σύννεφα ύψωνες τη ματιά σου
της θύμησης το δάκρυ ν’ αποκρύψεις.
Με τη σκιά σου στ’ αχνοσκόταδο
σιγομιλάς με της ανεμόσκαλας το ξέφτι
ώσπου τα όνειρά σου καταχώνιασε ο ουρανός
πίσω απ’ τη βαριά κουρτίνα της ομίχλης.
Στο σύθαμπο με δίγνωμη ματιά ο μαρκόνης
κάποια μορφή ξεδιάλυνε στης Αφροδίτης τ’ άστρο
και λόγιαζε τα ναυτικά αφάγωτα καρβέλια
ταΐζοντας τη μοναξιά με γεύση του τσιγάρου.
Είναι φλύαρη η σιωπή απάνω στο καράβι·
οι θύμησες σμίγουν στο κάδρο της ανάμνησης
ξεθάπτοντας απ’ αλαργινά δρομιά τα περασμένα
για να φουσκώσει η καρδιά με μυρωδιά της ζήσης.
Στα αδιέξοδα με τα κόκκινα φανάρια
με ξέφρενη τη φαντασία τον πόθο λαχταράς
εκεί όπου θηλυκά την αντρειά τρανεύουν
κι η ύπαρξή σου απ’ τις μαργιολιές πλανιέται.
Κι εγώ, σαν το ψάρι που αποθαλάσσωσε
με μια βαλίτσα ξέθωρη στο χέρι
κοντοστάθηκα κοιτώντας πίσω στ’ ανοιχτά
δηλώνοντας πιστός στην αιώνια ερωμένη.
Παρασκευή 12 Απριλίου 2024
Ποίηση & Φωτογραφία, Γιάννης Βέλλης
Η πόρτα έκλεινε τρίζοντας στο χτύπημα του ανέμου, οι εποχές
άλλαζαν, κάπου κάπου γεννιόταν κι ένας ουρανός/ η παλιά κληματαριά, γαντζωμένη
στην σκουριασμένη σκαλωσιά, περίμενε να φουντώσει πάλι/ μόνο ο δρόμος εκείνος
έμενε ίδιος, περιμένοντας πάντα, νέους σε αναζήτηση.
Αυτή η σκλαβιά των οριζόντων, ποδοπάτησε, αδιάφορα, όλες τις
σκέψεις μας/ λες ουρανό, μα τρέχεις στα γήινα, τα ανθρώπινα, βιαστικά, μόνος ή
με το πλήθος/ οι αριθμοί άλλωστε μετράνε, στις καταστάσεις, οι αριθμοί
χάνονται, οι αριθμοί πληγώνονται.
Δεν ξέρω γιατί λείπεις, γιατί χάνεσαι, γιατί προσεκτικά
σβήνεις και την τελευταία εικόνα σου απ' τη μνήμη μου/ έξω, όλα συνεχίζουν
κανονικά να γελάνε, να μελαγχολούν, να ασπάζονται κάποια ιδεολογία, ή μια
δικαιολογία για να αποστατήσουν απ' την καθημερινότητα/ ο χειμώνας παραμένει,
στην ίδια ένταση και απόσταση, τι κι αν υποσχέθηκαν άνοιξη, θέμα χειρισμού
είναι; τόσες εποχές αλλοιώθηκαν στα χρόνια/ μια παρένθεση, γράφω το γράμμα, με
τόσα λάθη κρυμμένα, αλλά περιμένω απάντηση, σ' ένα τραγούδι ξένο, ή με το
ξέσπασμα κάποιας θάλασσας στη στεριά.
Κριθείς νέος, για μια Ιθάκη, αποστάτησες, σου ταιριάζουν,
λέγανε, θάλασσες και κύματα, ένα ταξίδι, χρόνος/ πριν ξαπλώσεις, λιπόθυμος,
απογοητευμένος, σε μια στεριά δική σου ή άλλων/ όπου άμμος, βιαστική θα σε τυλίγει
και ένας ήλιος, με εγκαύματα θα σε ξυπνά/ να δεις, θολά, ότι το ταξίδι
τελειώνει, σε κάποια Ιθάκη και μένουν, ξύπνιες -πάντα- λεπτομέρειες/ πριν
χαθούν, ένδοξα, ηρωικά, σε ένα χαλασμό μνηστήρων, που ελπίζουν, πάραυτα, μη
βλέποντας τον Οδυσσέα, τυφλωμένοι, για τα μάτια κάποιας Πηνελόπης.
Δημήτρης Κάπα, Μαρία
#Μαρία#
Με τη Μαρία γνωριστήκαμε εντελώς τυχαία. Ήταν αδερφή της
Γιώτας που ήμαστε φιλαράκια και συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ένα πρωί που
είχαμε εργαστήριο στο προεντεταμένο σκυρόδεμα, εμφανίστηκε λαχανιασμένη στο
άνοιγμα που χρησιμοποιούσαμε για πόρτα και διέκοψε την βοηθό καθώς ήθελε κάτι
σημαντικό να πει στην αδερφή της. Η βοηθός της είπε να περιμένει λίγο έξω στο
διάδρομο και θα ερχόταν εκεί να την βρει η αδερφή της.
Πράγματι, η Γιώτα εμφανώς αναστατωμένη έσπρωξε πίσω την
καρέκλα της και ακολουθώντας το επίμηκες κενό που σχημάτιζαν τα τραπέζια στην
αίθουσα, εξαφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας στο βάθος του διαδρόμου. Η Μαρία είχε
βγει έξω σε μια μικρή αυλή, προς τη μεριά του βουνού. Πρόλαβε να ανάψει
τσιγάρο. Εκεί την βρήκε η Γιώτα, βουρκωμένη μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού καθώς
είχε άπνοια.
Τη ρώτησε, τί συνέβαινε.
«Γύρισε πριν δυο ώρες περίπου μεθυσμένος. Με χτύπησε.»
«Σε χτύπησε;»
«Ναι, κοίτα» και σήκωσε τα μαλλιά της που έπεφταν στην
αριστερή πλευρά του λαιμού της σαν
καταρράκτης ώσπου ν' αγγίξουν το δαχτυλίδι που είχε για μέση.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε αρκετά χαμηλά ένα πολεμικό αεροπλάνο
αεριωθούμενο. Έτσι οι χειρονομίες που έκαναν συνομιλώντας οι δυο αδερφές
έμοιαζαν με παντομίμα τραγική.
Καθώς η Γιώτα αργούσε να επιστρέψει και το εργαστήριο έπρεπε
να προχωρήσει, η βοηθός με έστειλε να δω αν είναι καλά και οι δυο τους. Στάθηκα
παράμερα, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, αλλά προδόθηκα γιατί από νευρικότητα
κλώτσησα άθελά μου ένα άδειο τενεκάκι από αναψυκτικό και ο χαρακτηριστικός
θόρυβος που έκανε καθώς σύρθηκε στην άσφαλτο έκανε τις δυο γυναίκες να γυρίσουν
προς το μέρος μου.
«Τί κάνεις εδώ Χρήστο;» ήταν η αντίδραση της Γιώτας.
Απορία και έντονη ενόχληση είχε το βλέμμα της.
«Με έστειλε η Αργυρίου να δω αν θα αργήσεις γιατί έχει
διακόψει το μάθημα.»
«Πες της να συνεχίσουν χωρίς εμένα. Έχουμε ένα πρόβλημα...
Από 'δω η Μαρία. Μαρία ο Χρήστος, συμφοιτητής μου. «
Η Μαρία στον κόσμο της, ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Μόνο
ένα κοφτό συγκαταβατικό νεύμα με το κεφάλι πλαγιοκοπώντας με, ενώ το στόμα της
έστελνε τον καπνό στην αντίθετη κατεύθυνση.
«Χάρηκα Μαρία» έκανα εγώ σαν ηλίθιος κι αυτό το πλήρωσα
ακριβά. «Χάρηκες που με είδες βουρκωμένη; Δηλαδή αν με έβλεπες να κλαίω θα
χοροπηδούσες από τη χαρά σου;»
«Μαρία σε παρακαλώ», την επανάφερε η Γιώτα.
«Χρήστο αν θες μας αφήνεις για λίγο μόνες; Κάποιο πρόβλημα
προέκυψε και πρέπει να το λύσουμε. Πες στην Αργυρίου ότι θα επιστρέψω μόνο για
να πάρω τα πράγματά μου. Θα της εξηγήσω αύριο πες της.»
Σα βρεγμένη γάτα πήρα το δρόμο για το εργαστήριο ενώ ο
Υμηττός είχε αρχίσει να "βάζει κατσούλα" και σηκώθηκε ένας αέρας που
έδωσε μια ευχάριστη κινητικότητα στις κορυφές των κυπαρισσιών του κοντινού
νεκροταφείου του Αη Νικόλα. Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί ο τρόπος που η Μαρία
κρατούσε το τσιγάρο. Τον είχα βρει εντελώς ξεχωριστό, σημάδι μιας ακαταμάχητης
γοητείας που μπορούσε να εξελιχθεί ακόμα και σε έρωτα. Έτσι ήμουν τότε. Και
τώρα μάλλον έχω χειροτερέψει.
«Κυρία Αργυρίου, η Μαρία -lapsus αναμενόμενο- μου είπε ότι θα
επιστρέψει μόνο για να πάρει τα πράγματά της. Θα σας εξηγήσει αύριο, μου είπε.»
«Τιμή μας», έκανε η Αργυρίου και ένα σύννεφο ξινίλας την
εξαφάνισε προσωρινά από το οπτικό μου πεδίο. Τί γυναικάρα αυτή η Μαρία. Τι
γάμπα ήταν αυτή. Σαν να την έπλασε ο Θεούλης για διαφήμιση της Μπερκσάιρ. Μαλλί
σκούρο καστανό, μακρύ κι ο Πλάστης όταν έπλαθε τις καμπύλες της δεν φέρθηκε καθόλου μα καθόλου τσιγγούνικα
στο δημιούργημά του. Και ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο..., μόλις την έφερα
πάλι εμπρός μου ζωντανή, ένιωσα ό,τι λέκιασα το εσώρουχό μου. Αχ, νιάτα. Πάντα
σε επιχειρησιακή ετοιμότητα.
«Ξύπνα Βασίλη» με επανάφερε στο παρόν η φωνή της Γιώτας που
μάζευε τα πράγματά της δίπλα μου.
«Τί πάθατε βρε Γιώτα;»
«Κάτι οικογενειακά. Το Μαράκι είναι μυστήριο τραίνο. Θα σου
πω την Τετάρτη. Άντε καλό Πι Σι Κάπα» μου πέταξε σηκώνοντας την τσάντα της και
κλείνοντάς μου το μάτι.
«Καλό και για σένα Γιωτάκι»
Η Γιώτα έφυγε τρεχάτη να ξαναβρεί την αδερφή της. Είχε
αρχίσει να ψυχαλίζει. Ευτυχώς η Μαρία είχε έρθει με το αυτοκίνητο όπου και την
περίμενε με αναμμένη τη μηχανή. Ένα Toyota κουπέ δίθυρο μουσταρδί, σήμα
κατατεθέν των 70s.
«Ακούς τον μαλάκα, μαζί πηδιόσαστε εμένα πλακώνει στο ξύλο.
Το ρεμάλι. Δεν είναι καλά ο άνθρωπος πέρα απ' ότι είναι κάργα αλκοόλας. Πού τον
ψώνισες εξυπνοπούλι μου, δεν μπορώ να το καταλάβω. Βέβαια, εδώ να τονίσουμε πως
δεν σου άρεσε ο Κώστας, μια χαρά παιδί. Ναι, μωρέ μια χαρά παιδί, που μας
έπαιρνε και τις δυο, χωρίς η μία να ξέρει για την άλλη.»
«Ωχούυυυ, κολλάς κι
εσύ σε κάτι λεπτομέρειες ρε συ Γιώτα. Δικός σου ήτανε καμάρι μου. Εγώ περαστική
ήμουν. Δηλαδή, θέλεις να μου πεις τώρα ότι απλά ήθελες να τον δοκιμάσεις σαν
μεγαλύτερη για να βεβαιωθείς ότι το αδερφάκι περνάει καλά. Άμα σε πιάσω από το
μαλλί που σου έχει φτάσει στον κώλο, θα στο βγάλω τρίχα τρίχα, μόη Μαριώ, που
λένε και οι Κορωπιώτες.» Έσκασαν κι οι δυο τους στα γέλια, ενώ το Τοyotα περνούσε από τη δευτέρα στην τρίτη.
Τα πράγματα ωστόσο ήταν πιο σοβαρά απ' όσο τα παρουσίαζαν οι
αδερφές Ντάβαρη. Εμένα μου είχε πει το Γιωτάκι πώς ο Αργύρης το είχε εύκολο να
σηκώνει το χεράκι του, κάποιες φορές μου είχε δείξει τα σημάδια. Μια μέρα είχε
σκάσει μύτη και με γυαλί ηλίου, ενώ μόνο ήλιο δεν είχε εκείνη τη χειμωνιάτικη
ημέρα.
«Σαν πολλά δε ρωτάς για την αδερφούλα μου Χρηστάκη; Ε, ναι
λοιπόν, πριν λίγες μέρες έκλεισε τα είκοσι επτά. Είναι γκόμενα η γυναίκα,
καμμιά σχέση με μένα. Γεννήθηκε θηλυκό.
Όποιον γουστάρει τον έχει στο κρεββάτι της. Μοιάζουμε, αλλά μόνο
φατσικά.»
«Ρε συ Γιωτάκι, λες να δοκιμάσω την τύχη μου;»
«Και δεν τη δοκιμάζεις; Την άδειά μου χρειάζεσαι μωρέ;»
«Καλά λες.»
Με τα πολλά κατόρθωσα να κλείσω το πρώτο ραντεβού με τη
Μαρία. Προηγήθηκαν κάμποσα τηλεφωνήματα όπου και καλά έπαιρνα για να ρωτήσω
κάτι τη Γιώτα - τις ώρες που ήξερα ότι λείπει- και πιάναμε την κουβέντα περί
παντός επιστητού με τη Μαρία. Ώσπου φτάσαμε και στο κομβικό σημείο του ραντεβού
για ένα καφέ μετά το μεσημεριανό φαγητό στο Παγκράτι. Εν τω μεταξύ τις
τελευταίες μέρες η Γιώτα δε μου φαινόταν και πολύ καλά. Τη ρωτούσα τί έχει και
τη μια φορά μου έλεγε πως ήταν κουρασμένη, την άλλη πως βαριότανε, την τρίτη
πως είχε πονοκέφαλο.
Το ραντεβού ωστόσο πήγε τόσο καλά που καταλήξαμε στο κρεββάτι.
Η Γιώτα είχε πάρει το αυτοκίνητο και πήγε στο Κορωπί να δει τους γονείς τους
και θα έμενε το βράδι εκεί. Η Μαρία δέχτηκε με ενθουσιασμό να την πάω στο σπίτι
τους με το μηχανάκι και όταν φτάσαμε μου πρότεινε να ανέβω για ακόμα ένα καφέ
και μετά αν ήθελα να νοικιάζαμε καμμιά ταινία της προκοπής για να δούμε
τρώγοντας ποπ κορν. Ε, λοιπόν δε χρειάστηκε να με παρακαλέσει. Κάναμε έρωτα ως
το πρωί με ένα μόνο διάλειμμα για πίτσα σε μια κοντινή πιτσαρία. Η Μαρία ήταν
μια γυναίκα βόμβα, ατομική νέας γενιάς. Το Ναγκασάκι και η Χιροσίμα μαζί. Δεν
την χόρταινα, αντίθετα με άναβε όλο και
περισσότερο. Αυτό φαινόταν στην ένταση των οργασμών της και στο ότι ξεσήκωνε
τον κόσμο από τις φωνές της κάθε φορά που τελείωνε, κι εγώ μέσα της.
«Παίρνω το χάπι» μου είχε είπε.
Κατά τις τέσσερεις μας πήρε ο ύπνος, αποκαμωμένους,
αφυδατωμένους. Γυμνοί κοιμηθήκαμε, η Μαρία κολλημένη επάνω μου δια παν
ενδεχόμενο. Ώσπου μέσα στον ύπνο μου άκουσα χτυπήματα σε ξύλινη πόρτα.
Πετάχτηκα και ανακάθισα στο κρεββάτι. Το Μαράκι αναδεύτηκε δίπλα μου και συνέχισε να κοιμάται.
Τα χτυπήματα δυνάμωσαν κι έγιναν κλωτσιές υπό την σφοδρότητα των οποίων
υποχώρησε ο ταμπλάς της πόρτας, και ω του θαύματος, εμφανίστηκε ο Αργύρης που
γέμισε το σπίτι μυρουδιά από φτηνό αλκοόλ.
«Μ' αυτόν πηδιέσαι μωρή;»
«Δεν είναι εδώ εκείνη που ψάχνεις ανόητε. Παράτα μας ήσυχους.»
«Κάνε στην άκρη λιμοκοντόρε. Μέσα κρύβεται η βρώμα. Εκεί που
πηδιέται και μαζί μου. Κάνε στην άκρη λοιπόν.»
Τότε παρεμβλήθηκε ανάμεσά μας η Μαρία, ευτυχώς με το
πουκάμισό μου για να κρύψει τη γύμνια της.
«Βρε Αργύρη, τί πράγματα είναι αυτά;»
«Σκάσε κι εσύ μωρή καριόλα.»
Δεν άντεξα και του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο πάνω μέρος
του κρανίου με ένα πορτατίφ από όνυχα που βρέθηκε δίπλα μου, πάνω στο κομοδίνο
του κρεββατιού της Μαρίας. Αίματα και άλλες ουσίες τινάχτηκαν στους μπεζ
τοίχους. Ο δόλιος ο Αργύρης δεν πρόλαβε να κάνει ωχ.
Είκοσι πέντε χρόνια περίμενα τούτη την ώρα. Μαζί με μένα η
σύζυγός μου η Μαρία και τα δυο μου παιδιά. Να ανοίξει η πόρτα της φυλακής, να
τους αγκαλιάσω και να φύγουμε όλοι μαζί για το σπίτι.
Δημήτρης Κάπα
26.03.24