Πιαστήκαν οι ιδέες χέρι χέρι,
οι έννοιες και οι γνώσεις γίναν ταίρι
και κίνησαν όλες μαζί να πάνε
στο καφενέ να πιούνε και να φάνε.
Στο καφενέ που άνοιξα προσφάτως.
Τις κέρασα κρασί απ' το κροντήρι,
σαν μέλισσα που κάθεται στη γύρη
μην μου ξεφύγει λέξη σ’ ότι πούνε,
καθάρισα τα αυτιά καλά να ακούνε.
Εκάθησα στη μπάντα αοράτως.
σαν μέλισσα που κάθεται στη γύρη
μην μου ξεφύγει λέξη σ’ ότι πούνε,
καθάρισα τα αυτιά καλά να ακούνε.
Εκάθησα στη μπάντα αοράτως.
Φαινόταν σαν να ήτανε αδέρφια
σε λίγο σαν ανάψανε τα κέφια.
Τον λόγο πήρε η ελευθερία
ωραία και σεβάσμια κυρία.
Στο χέρι της ένα σπαθί κρατούσε.
σε λίγο σαν ανάψανε τα κέφια.
Τον λόγο πήρε η ελευθερία
ωραία και σεβάσμια κυρία.
Στο χέρι της ένα σπαθί κρατούσε.
Εγώ είμαι η ιδέα η μεγάλη
και σαν εμένα δεν υπάρχει άλλη.
Μόνο εμένα οι τύραννοι φοβούνται
και οι λαοί εμένα επικαλούνται.
Ελευθερία ή θάνατος φωνάζουν.
και σαν εμένα δεν υπάρχει άλλη.
Μόνο εμένα οι τύραννοι φοβούνται
και οι λαοί εμένα επικαλούνται.
Ελευθερία ή θάνατος φωνάζουν.
Για μένα ύμνους τόσους έχουν γράψει
με αίμα και το χώμα έχουν βάψει.
Οι άνθρωποι απ’ τα παλιά τα χρόνια
εμένα θ’ αγαπούν αυτοί αιώνια.
Γέροντες και παιδιά με αγκαλιάζουν.
με αίμα και το χώμα έχουν βάψει.
Οι άνθρωποι απ’ τα παλιά τα χρόνια
εμένα θ’ αγαπούν αυτοί αιώνια.
Γέροντες και παιδιά με αγκαλιάζουν.
Τον λόγο πήρε η δημοκρατία
-δεν μας τα λες καλά ελευθερία.
Η φάτσα σου με αίματα βαμμένη
οι εραστές σου σ’ έχουν προδομένη.
Την οικουμένη έχεις καταστρέψει .
-δεν μας τα λες καλά ελευθερία.
Η φάτσα σου με αίματα βαμμένη
οι εραστές σου σ’ έχουν προδομένη.
Την οικουμένη έχεις καταστρέψει .
Παράδεισος η πρώτη κατοικία
Μα η δική σου η πικρή κακία,
το φίδι έστειλες να τους γελάσει
και τον παράδεισο όπου ήτανε να χάσει.
Τα έθνη το ‘νά στ’ άλλο έχεις στρέψει.
Μα η δική σου η πικρή κακία,
το φίδι έστειλες να τους γελάσει
και τον παράδεισο όπου ήτανε να χάσει.
Τα έθνη το ‘νά στ’ άλλο έχεις στρέψει.
Εγώ είμαι η υψηλή ιδέα αρχαία
αλλά αγέραστη και πάντα είναι νέα.
Κρασί απ’ το ποτήρι μου όλοι πίνουν,
στο όνομά μου όλοι γόνυ κλείνουν.
αλλά αγέραστη και πάντα είναι νέα.
Κρασί απ’ το ποτήρι μου όλοι πίνουν,
στο όνομά μου όλοι γόνυ κλείνουν.
Τον λόγο πήρε τότε η αναρχία
και ζήτησε να κάνουν ησυχία.
Ακούστε, είπε, όχι θεωρίες
ξενέρωτες και πονηρές κυρίες
Ελευθερία και δημοκρατία
έωλες έννοιες, εμέ ζητούν αιτία.
Στολίζονται και οι δυό με μπιχλιμπίδια
τους οπαδούς μου θεωρούν σκουπίδια,
που κάνουν στις πλατείες φασαρίες
έωλες έννοιες, εμέ ζητούν αιτία.
Στολίζονται και οι δυό με μπιχλιμπίδια
τους οπαδούς μου θεωρούν σκουπίδια,
που κάνουν στις πλατείες φασαρίες
Στο καφενέ μου μπήκαν τότε πολισμάνοι.
Και οι κυρίες μας σιωπήσαν μάνι-μάνι.
Και τους κεράσανε κρασί κι αυτοί να πιούνε
και όσα είπανε γοργά να ξεχαστούνε.
Εγώ θλιμμένος πήγα κάθισα στη μπάντα.
Και τότε είπα : << Τι έχεις Γιάννη, τι είχες πάντα ...>>
Themis Goldenis
(Αθανάσιος Μπακαλούδης )
(Αθανάσιος Μπακαλούδης )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου