(Ημέρες εμφύλιου μισεμού)
Ανάσα πικραλίδας μοιάζει ο αέρας, μάνα.
Μες στο μπλάβο νεφέλωμα της νυχτιάς
τα κλαψοπούλια και του σκυλιού τ’ αλύχτισμα
μαρτυρούν πως απόψε κάποιος θα χαθεί.
Ψυχρά συναισθήματα κόνεψαν στα σπίτια·
στα σταυροδρόμια η σκιά του ξαγναντευτή
του παπαδάσκαλου και του τοπάρχη
σκιάχτρα γίναν και μεθόρια λίγης γης.
Με ολόβολη γλώσσα είδωλα γοργοκοίταχτα
μολεύουν τις τραγουδιστές προσευχές με συχτήρια
κι η κοινωνία μες στον βόρβορο των παθών
καμινεύει ολονύχτια την ακολουθία της ζωής.
Απ’ αγύρτη μορφωτή, με άλυσο δεμένη
σέρνεται η αρρώστια της γραικιάς·
θρασομανεί σκαρώνοντας μέσα στη σκοτεινιά
ήρωες φιδογέννητους σε δρόμους πλανεμένους.
Η αρετή υποτιμήθηκε μες στον δριμύ Γενάρη
καθώς της πίστης η πέτρα λειχήνεψε
απ’ του μισεμού τ’ αδερφοκτόνο αίμα
για να θυμίζει δεικτικά το αχερόντειο διάβα.
Δεν έχω ματαδεί πιο μαύρη νύχτα
μες στην ασάλευτη παγωνιά, μάνα·
τα παράωρα πρόκαμαν την αυριανή
κι ο πατέρας δεν φάνηκε ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου