Άκρη, την άκρη πήγαινα, στων μνημουριών την άκρη.
Αγάλια, αγάλια διάβαινα, σαν το κομμένο φίδι,
να μην ταράξω τις ψυχές μες στον βαθύ τους ύπνο.
Κι ακούω βαθύ παράπονο σε λυγερής το μνήμα,
με σπαραγμούς, με κλάμματα και πίκρα των δακρύων:
- “Ανάθεμά σε, νιούτσικε και κλέφτη της αγάπης,
όπου σκληρά μ' αρνήθηκες και μ' έδωσες στο Χάρο.
Εσάπη το κορμάκι μου και λιώσαν τα μαλλιά μου
και τ' ακριβά ματάκια μου δεν βλέπουν, δεν θωρούνε.
- Φυτέψανε στον τάφο μου κυκλάμινα και κρίνα,
φυτέψανε κι αμάραντο και άλλα δυο βοτάνια.
Τα μύρισαν και τα 'φαγαν τ' αγρίμια που διαβήκαν,
κι άλλα ψοφήσαν στο δρομί και άλλα ημερώσαν.
Τα μύρισε κι η μάνα μου και μ' έχει λησμονήσει.
Κι η λησμονιά την έκανε τον όρκο να πατήσει,
που μου 'δωσε σαν μ' έβαλαν το άραχλο το μνήμα,
πως θα 'ρχονταν επιζωής αυγούλα και βραδάκι
να μου κρατάει συντροφιά στον άσωτο το χρόνο.
Θα μου 'φερνε μυρτιές πολλές, κρίνα κι αγριοδάφνες,
της Άνοιξης όλα τα πουλιά, του Μάη τα αηδόνια”.
Τα μάτια μου καρφώθηκαν στην ώρια τη μορφή της
επάνω στην εικόνα της, που ξεχωρίζει ο τάφος.
Και τότε ακούστηκε φωνή απ' το κιβούρι μέσα:
- “ Κι εσύ, ξένε μου, μέριασε, στη στράτα σου να πάγεις.
Δεν θέλω εγώ τη λύπηση μη ξένου, μη διαβάτη”.
Αυγερινός Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου