να θυμωνιάσεις μάραντο και μια αγκαλιά ασφοδίλια,
να ράνεις με υάκινθους την πόρτα του σπιτιού σου,
ξύπνα να φέρεις τη χαρά, το πανηγύρι να 'ρθει,
ξύπνα να σύρεις το χορό με τ' άλλα τα κορίτσια
μες στις γιορτές και τη χαρά στα πέτρινα τ' αλώνια,
ξύπνα να δεις τις κοπελιές πώς παν στην εκκλησιά τους
φορώντας τα στολίδια τους και τα καλά τους ρούχα.
Ξύπνα, μη φεύγεις, πού θα πας στ' ανήλια αυτά τα μέρη,
όπου φωλιάζει η καταχνιά κι η λύπη έχει κουρνιάσει,
που 'χει θρονιάσει χειμωνιά κι η Άνοιξη να λείπει,
που δεν φυτρώνουν λούλουδα, μελίσσι δε βουίζει,
που δεν λαλούν οι πέρδικες, οι κούκοι και τ` αηδόνια.
όπου φωλιάζει η καταχνιά κι η λύπη έχει κουρνιάσει,
που 'χει θρονιάσει χειμωνιά κι η Άνοιξη να λείπει,
που δεν φυτρώνουν λούλουδα, μελίσσι δε βουίζει,
που δεν λαλούν οι πέρδικες, οι κούκοι και τ` αηδόνια.
Ξύπνα, να παίξεις, να χαρείς, στην όμορφη κοιλάδα
με πεταλούδες όμορφες που απ' την πλαγιά φανήκαν,
μ' ένα μελίσσι θύμησες απ' τα μικρά σου χρόνια,
τα χρόνια της ανεμελιάς, τους χρόνους των ονείρων.
με πεταλούδες όμορφες που απ' την πλαγιά φανήκαν,
μ' ένα μελίσσι θύμησες απ' τα μικρά σου χρόνια,
τα χρόνια της ανεμελιάς, τους χρόνους των ονείρων.
Ξύπνα και διώξε από μπροστά τα πνιγερά σκοτάδια,
ξύπνα και φέρε τη χαρά και το φεγγάρι φέρε,
στην πλουμιστή σου την ποδιά αηδόνες να φωλιάσουν,
να τραγουδήσουν τη ζωή και τις πικροχαρές της.
ξύπνα και φέρε τη χαρά και το φεγγάρι φέρε,
στην πλουμιστή σου την ποδιά αηδόνες να φωλιάσουν,
να τραγουδήσουν τη ζωή και τις πικροχαρές της.
Ξύπνα σου λένε τα πουλιά, ξύπνα σου λέν' τ' αηδόνια,
ξύπνα σου λέν' τ' αστέρια μας κι η μαγεμένη πούλια
και το φεγγάρι σου 'στειλε και στο κρεβάτι σου ήρθε
χάδι που δίνει τη ζωή και διώχνει τα σκοτάδια.
ξύπνα σου λέν' τ' αστέρια μας κι η μαγεμένη πούλια
και το φεγγάρι σου 'στειλε και στο κρεβάτι σου ήρθε
χάδι που δίνει τη ζωή και διώχνει τα σκοτάδια.
Ξύπνα, το θέλει η Άνοιξη, το θέλουν τα λουλούδια,
τ' αποζητά κι ο άνεμος που σου 'στειλε χαμπέρι
την ώρα αυτή π' απόδιωχνε τα μαυροσύννεφά του
και φάνηκε η Ανατολή να μας χαμογελάει,
σπέρνοντας από τ' άρμα της κάθε λογιού τραγούδι,
τραγούδι για τον πόνο μας, την ομορφιά της ζήσης,
να λέει για την αγάπη μας, να λέει για τ` όνειρά μας,
τις αυλακιές, τις χαρακιές που οι στράτες μας φυτρώσαν,
κι αφήνει τις αχτίδες του ο ήλιος να πλανώνται
κι ανάμεσα απ' τις φυλλωσιές να μας κρυφοκοιτάζουν.
τ' αποζητά κι ο άνεμος που σου 'στειλε χαμπέρι
την ώρα αυτή π' απόδιωχνε τα μαυροσύννεφά του
και φάνηκε η Ανατολή να μας χαμογελάει,
σπέρνοντας από τ' άρμα της κάθε λογιού τραγούδι,
τραγούδι για τον πόνο μας, την ομορφιά της ζήσης,
να λέει για την αγάπη μας, να λέει για τ` όνειρά μας,
τις αυλακιές, τις χαρακιές που οι στράτες μας φυτρώσαν,
κι αφήνει τις αχτίδες του ο ήλιος να πλανώνται
κι ανάμεσα απ' τις φυλλωσιές να μας κρυφοκοιτάζουν.
Ξύπνα και σου 'φερα μυρτιές, κρίνα κι αγριοδάφνες,
κυκλάμινα του Παρνασσού, κομμάτι οξιάς της Πίνδου
κι ανθόστρωσα τη στράτα σου για να διαβείς σα Μούσα,
ξύπνα και σου 'φερα να δεις ολόλευκα κρινάκια
από σχισμάδα χαρακιού απόσκιου της Μουργκάνας,
και σου 'φερα κι αμάραντα να τα μοσχομυρίσεις
που 'χαν ριζώσει κι άνθησαν σε ρεματιά τ' Ολύμπου.
κυκλάμινα του Παρνασσού, κομμάτι οξιάς της Πίνδου
κι ανθόστρωσα τη στράτα σου για να διαβείς σα Μούσα,
ξύπνα και σου 'φερα να δεις ολόλευκα κρινάκια
από σχισμάδα χαρακιού απόσκιου της Μουργκάνας,
και σου 'φερα κι αμάραντα να τα μοσχομυρίσεις
που 'χαν ριζώσει κι άνθησαν σε ρεματιά τ' Ολύμπου.
Ξύπνα και σου 'φερα όνειρα και χαρωπές ελπίδες,
τ' ακούμπησα κι ομόρφαιναν, μοσχοβολιά γεμίσαν,
το νεκρικό σεντόνι σου και τ' άδειο προσκεφάλι,
χρυσό στεφάνι σου 'πλεξα μ' αγράμπελης κλωνάρι
και στα μαλλιά σου θα φορείς τα κρινοσταχυασμένα.
τ' ακούμπησα κι ομόρφαιναν, μοσχοβολιά γεμίσαν,
το νεκρικό σεντόνι σου και τ' άδειο προσκεφάλι,
χρυσό στεφάνι σου 'πλεξα μ' αγράμπελης κλωνάρι
και στα μαλλιά σου θα φορείς τα κρινοσταχυασμένα.
Ξύπνα και σου 'φερα νερό από χρυσό πηγάδι
του πέλαγου και της βροχής και των βουνών αντάρας,
ξύπνα και σου 'φερα κρασί μες σ' ασημένιο τάσι
και σου 'φερα και την αυγή κι ένα κομμάτι ήλιο
ξύπνα, μη φεύγεις μακριά, στου λήθαργου τις στράτες.
του πέλαγου και της βροχής και των βουνών αντάρας,
ξύπνα και σου 'φερα κρασί μες σ' ασημένιο τάσι
και σου 'φερα και την αυγή κι ένα κομμάτι ήλιο
ξύπνα, μη φεύγεις μακριά, στου λήθαργου τις στράτες.
Ξύπνα και σου 'φερα άλογο περήφανο, πανώριο
που 'χει τα πέταλα χρυσά, σέλα μαλαματένια,
που 'χει φτερά στα πόδια του κι αγέρα στο κορμί του,
να καβαλήσεις και να πας την άκρη το ποτάμι,
να δεις τις νιες πώς λούζονται, πώς το κορμί ομορφαίνουν,
να δεις τους νιους στο πάλεμα και το καλό σημάδι.
που 'χει τα πέταλα χρυσά, σέλα μαλαματένια,
που 'χει φτερά στα πόδια του κι αγέρα στο κορμί του,
να καβαλήσεις και να πας την άκρη το ποτάμι,
να δεις τις νιες πώς λούζονται, πώς το κορμί ομορφαίνουν,
να δεις τους νιους στο πάλεμα και το καλό σημάδι.
Ξύπνα και σου 'φερα αργαλειό να υφάνεις τα προικιά σου,
με χτένι ηλιοστάλαχτο, σαΐτα πλουμισμένη,
σου 'φερα μοσχολίβανο κι αρώματα απ' τη Γάζα,
κορδέλες απ' την Αίγυπτο για τα χρυσά μαλλιά σου
κι αραχνοΰφαντο ύφασμα από χρυσό μετάξι,
που κάναν νιες και λυγερές γελώντας, τραγουδώντας,
με χτένι ηλιοστάλαχτο, σαΐτα πλουμισμένη,
σου 'φερα μοσχολίβανο κι αρώματα απ' τη Γάζα,
κορδέλες απ' την Αίγυπτο για τα χρυσά μαλλιά σου
κι αραχνοΰφαντο ύφασμα από χρυσό μετάξι,
που κάναν νιες και λυγερές γελώντας, τραγουδώντας,
να φτιάξεις τα φουστάνια σου και τ' όμορφα μαντήλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου