Με τη ματιά του Πάνου Κούρβα
Ενθουσιασμένος από τη μούσα της θάλασσας, με μια βαλίτσα στο χέρι και κάποιες φωτογραφίες που ξεθώριαζαν στο άπλωμα των ημερών, κοίταζες μπροστά, με το βλέμμα γεμάτο όνειρα και τη φαντασία σου ν’ ανυψώνεται και να βουτά σαν άλμπατρος, ανήμπορος να ξεφύγεις από τα μάγια της, όσο κι αν κάποιοι σου έλεγαν πως η θάλασσα δεν είναι όπως την τραγουδούν, είναι μια κακιά μητριά με τραγούδι στριγκό, που με τις γαλιφιές της θα σε πλανέψει.
Φιλάδελφε καπετάν Σήφη,
προσπάθησα αρκετά να σου μιλήσω σήμερα με τη γλώσσα της ναυτοσύνης, αν και τα ταξίδια που έχω κάνει σαν λευκοφυλαδίτης στο πρώτο του μπάρκο είναι μέσα από τα Λόγια της πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, τα μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Καββαδία και κυρίως μέσα από τα βιβλία σου, που με ταξίδεψαν από τα βορινά ως τα νοτινά της υδρογείου.
Ονειρόζησα το άκουσμα της γυναικείας φωνής στα παραδρόμια με το κόκκινο φανάρι, εκεί στην ανεμελιά του λιμανιού που θηλυκοσμίγει το ξεδίψασμα της φλογισμένης σάρκας με την ανάγκη, σ’ εκείνα τα λιμάνια που έμειναν μυθοπλασμένες οι όποιες ενοχές.
Φίλες και φίλοι, ο απόμαχος θαλασσινός δεν γίνεται ποτές του στεριανός, γιατί η ζωή που ξόδεψε στους ωκεανούς τον κληροδότησε με την αλατοποτισμένη αντοχή, η ύπαρξή του σαν το πλεούμενο διέσχισε τους άγριους δρόλαπες και εκτιμήθηκε η αξιοσύνη του σκαριού της.
Σήμερα, το ξανεμισμένο κύμα της σιωπής που τον τυλίγει αναπλωρίζει του στοχασμού του το τρικύμισμα, κάνοντας τη σκέψη του να περνά μέσα από τα ανεμολόγια σε αλλόκοσμους χάρτες.
Οι τυπωμένες εικόνες του μυαλού του ονειροσμίγουν στο ζωγραφικό κάδρο της ανάμνησης, μέχρι να μετουσιωθούν σε στίχους πάνω στο χαρτί και να φρεσκαριστούν με την πολυχρωμία μιας ανεύρετης μοράβιας.
Τώρα, που τα μαλλιά του τα ασημοσκόνισε ο χρόνος, έρχονται στιγμές που χελιδονίζει η καρδιά του απ’ τις τόσες λαχτάρες, η σκέψη του σαν τεθλασμένη αστραπή χαρακώνει το διάστημα της θύμησης και γοργοσέρνεται πάνω στο αμέρευτο ανεμοκεντρισμένο κύμα.
Δεν θέλει το σώμα του παροπλισμένο ποστάλι που περιμένει το διαλυτήριο του σκραπ. Νοιώθει το αίμα του ζεστό να κλαδιάζει μέσα του, ανοίγοντας το προσωπικό του εξομολογητήριο.
Τότε η νοσταλγία, σαν την καλή συντρόφισσα, τον οδηγεί στην περιοχή της λειψανεμιάς, για να αισθανθεί ο ίδιος γαληνεμένο πλεούμενο κάτω από έναν ουρανό που τ’ άστρα κουρσεύουν του φεγγαριού τ’ ασήμι, ανταγωνιζόμενα την αντάβια της χρωστικής τους ουσίας.
Εκεί, με τη σκέψη του τιμονεύει στα τυφλά στον ανάγλυφο χάρτη του μυαλού του, γράφοντας με το πορτοκαλόχρωμα από τις φωτολουρίδες που αντανακλούν πάνω στην απεραντοσύνη της σκλαβομάνας θάλασσας.
Ο ποιητής ενίοτε γίνεται σκαπανέας ανασκάφτοντας την ίδια του την ψυχή και μιλά για το πέλαγος, που τον έμαθε να κουμαντάρει τα τερτίπια του καιρού και την μπαμπεσιά της θάλασσας, που μες στην ανεμελιά σε προσκαλεί να αφεθείς στους κοραλλένιους κήπους της, εκεί που το πέρασμα της ώρας σκοτεινιάζει τις στιγμές κι ο ουρανός θυμώνει χολιασμένος, ζευγαρώνοντας χρωματιστά με το κύμα για να μπατάρει ο καιρός.
Μας μιλά για τους μουσώνες που κάνουν τον αέρα να βογκά, αφήνοντας τον καταπιόνα σου στεγνό, ποτισμένο φαρμάκι, με σταματημένη τη σκέψη σαν σε ώρα προσευχής. Και για εκείνο τον αέρα, που είχε την αύρα του θανάτου και κάλπαζε μέσα στου σκοταδιού το ζοφερό αγιάζι με το πρωτοστάλαχτο κρύο του άγριου χιονιά.
Παραστατικά μας μιλά για τον ναυτικό, που αφουγκράζεται κάτι τέτοιες ώρες τους ήχους από την αγριάδα της φουρτούνας μέχρι να αντικρίσει τα πρώτα παιδιά της θάλασσας, τα γλαροπούλια, για να της πουν πως είναι η στιγμή να καλμάρει το βουερό της κλάμα.
Τούτος ο ναυτόκοσμος, ο μυημένος στην απεραντοσύνη της θάλασσας, ακόμα και όταν πιάσει στεριά, οδοιπορεί δίχως φανό θυέλλης βηματίζοντας σαν το κουμπάσο πάνω σε χάρτες ναυτικούς, ενώ στο μυαλό του οι δρόμοι στενεύουν. Μέσα από αυτά γράφτηκαν τούτοι οι στίχοι και παραμένουν γρανιτισμένοι από το πελαγογέννητο κύμα και φωσφορίζουν στο χαρτί σαν το άστρο της Αφροδίτης που χρυσολάμπει όπως το καλογυαλισμένο κόσμημα.
Απ’ την άλλη, είναι αδύνατον να διαχωρίσεις τον ζωγράφο από τον ποιητή, γιατί τους έχει τοποθετήσει στο διδυμάρικο θρόνο στα κορφινά του μυαλού του, δρομολογημένους μάλιστα στην ίδια Ρότα. Με απτές πινελιές, ο Ιωσήφ Σαρειδάκης μας δείχνει την καλοσύνη της θάλασσας, το θέριεμα των κυμάτων, την αντοχή του σκαριού, το πείσμα του ναυτόκοσμου. Και μέσα από την ευαισθησία του χρωστήρα του μπορεί να διακρίνει κανείς έστω και νοερά ακόμα και το θαλάσσιο πλαγκτόν.
Αγαπητέ καπετάνιο, μέσα από τους στίχους σου ένιωσα τη ζέστη να σταγονοδένει το δρωτάρι στο μέτωπο της ναυτοσύνης, την προπέλα του πλοίου νευρωτικά να βιδώνεται, χαστουκίζοντας ατέλειωτα το νερό, την τσιμινιέρα αρόδο να βήχει βουερά, χαιρετίζοντας ένα ολοφώτιστο ποστάλι, τα χελιδονόψαρα να σιγοντάρουν, αναφτερίζοντας στο γκαραντί του πλοίου και τη γεύση του τσιγάρου συντροφικά να συνταιριάζει με την πίκρα της καρδιάς, σαν να μουρμουρίζει σιγόλογα κάποια ιστορία στεριανή για να μαλακώσει πρόσκαιρα την τραχιά ζωή του θαλασσινού κι εσένα, με το μισοΰπνι ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου και με φωνή συναδελφοσύνης να δείχνεις μέσω του εξάντα το στίγμα μέσα στο σκουροτύλιγμα της πελαγίσιας ερημιάς.
Κύριε Σαρειδάκη, να είσαι πάντα καλά, να ζωγραφίζεις γράφοντας και να γράφεις ζωγραφίζοντας ακόμα και μέσα στην απανεμιά του απομαχικού σου Πόρτο σαν τότε. Η φαντασία σου μέσα από τη μοναξιά της βαρδιόλας να τανίζει με το δοξάρι τής λαχτάρας την έμπνευσή σου και μέσα από τον λογοτεχνικό σου αστρολάβο να συνεχίσεις τα ταξίδια σου στους τόπους των κορμοράνων, για να μας φιλεύεις τους ποιητικούς σου χουρμάδες.
Για το τέλος επιθυμούσα να διαβάσω όλα σου τα ποιήματα, μα διάλεξα ένα σου τετράστιχο που έχει για τίτλο του «Η ΑΡΧΗ».
Παιδί στα κακοτράχαλα της ζωής τα καλντερίμια,
κάποιος μου έδειξε με μαδέρι λαξεμένο την αρχή.
«Ποιος είσαι εσύ;» και τον κοίταξα με μια απορία.
«Ο Αλέξης, ο Ζορμπάς» και χάθηκε στη ρόδινη αυγή.
Πάνος Κούρβας
Λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου