Όλα έδειχναν ήσυχα
εκείνο το παγερό βραδάκι,
στα Γιάννενα.
Ήσυχα, υποταγμένα.
Οι τελευταίοι διαβάτες,
κάτι Εβραίοι,
άφηναν πίσω βιαστικά το Κάστρο
προς το γιαλό,
περπατώντας τα ίδια τα χώματα
με της Ολυμπιάδας το γιο,
σαν κρυβόταν απ’την οργή
του Φιλίππου
για όσα αναιδή τόλμησε
να πει, γαύρος,
εκείνο το βράδυ
του πικρού γάμου.
Ο τύραννος καμιά δεν είχε έγνοια.
Όλα ήσυχα,
όλοι προσκυνημένοι.
Οι σκληροτράχηλοι
ορκισμένοι εχθροί του,
φευγάτοι απ’ το Σούλι,
κι οι υπερήφανες γυναίκες τους,
διακονιάρισσες
στ' απέναντι νησιά.
Σε λίγο σκοτάδι σ’όλη την πόλη.
Ο Μουχτάρ έδινε
το τελευταίο
της παράνομης αγάπης φιλί
στην άπιστη Ρωμιά, τη Φροσύνη,
και σκεφτικός στο παλάτι γυρνούσε.
Σε φτωχικό κονάκι
ο χάΐνης γιος της Καλόγριας
τη νιόπαντρη γυναίκα του νοιαζόταν,
πλάι στο καριοφίλι.
Και ο δάσκαλος,
ο γέρο - Ψαλίδας,
στο τρεμάμενο φως
ασήμαντης κάμαρης,
με φόβο
την Ελληνική Νομαρχία
διαβάζει
και την κρύβει ξανά
βαθιά στο σεντούκι
κι αναρωτιέται
ποιος μπορεί να ’ ναι
ο συντάκτης ο Ανώνυμος.
Ο Κωλέττης, ο Περραιβός
ή τάχα ο Καλλαράς;
Μαύρα πουλιά,
νυχτοπούλια,
σκούζοντας, φτερούγισαν
στου Μπιζανιού τους λόφους
προμαντεύοντας το κακό
που με τα χρόνια θα ‘ρθει.
Κι ’ ένα τσακάλι σκούζει
πλάι στο Δρίσκο,
περιμένοντας την ψυχή
του αγνού ποιητή
που θα ‘ρθει σε χρόνια.
Κι ο γέρο - Νικόλας ο πραματευτής,
δίπλα στο τζάκι
ιστορίες των ταξιδιών του ξετυλίγει...
Απόψε τους λεει πως γνώρισε νιος,
στο Συρράκο, τον Πατρο - Κοσμά να κηρύττει...
Όλα ήταν,
ή
έδειχναν, ήσυχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου