πέρασ’ απ’ τα Δρυάλια, τον Πύρριχο, την Χιμάρα,
τα Λουκάδικα, κατηφόρησε στο Φλομοχώρι,
στον Κότρωνα και τη Χαλικιά, μετά στην Αλύπα,
στην Κοκκάλα και στην Λάγια…
στη Βάθεια και στο Πόρτο Κάγιο
και πριν χαθεί πέρα στ’ Ακρωταίναρο,
σταμάτησε στην Κοκκινόγεια…
Ηλιοβασίλεμα…
Οι τυχοδιώκτες κι οι κυνηγημένοι, αρνούμενοι τους νόμους,
με τους δικούς τους κανόνες συνεχίζουν να ζουν,
να πολεμούν και να πεθαίνουν…
Σκληροτράχηλοι και φιλόξενοι με απίστευτο χιούμορ…
Δεμένοι πάντα με την αρχαιοελληνική ιστορία
και τη χριστιανική πίστη…
Δεν αγαπούν την τρυφηλή ζωή…
Νηστεύουν τις περισσότερες μέρες…
κι αυτό είναι η αφορμή για ευφροσύνη…
Στη σπηλιά, που ο Ορφέας κατέβηκε στον Άδη,
ακόμα ζουν οι Γοργόνες κι οι Κένταυροι!
Μαζί τους σκαρφαλώνεις στους Μανιάτικους πύργους,
πατάς γερά στην πέτρα,
ακούς τα μοιρολόγια και χαίρεσαι…
όταν γεννιέται αρσενικό...
άλλο ένα τουφέκι στην οικογένεια…
Κερνιέσαι φραγκόσυκα και λούπινα,
αλλά και μαύρα ψάρια και χταπόδια…
τρέχεις στ’ αλώνια… στο μάζεμα της ελιάς…
στο ζύμωμα του ψωμιού… στον τρύγο…
στο πήξιμο του κατσικίσιου τυριού…
Νύχτωσε!
Ο πειρατής ναυάγησε στ’ ανοιχτά σε ναυμαχία στο Τσιρίγο…
Ξέπνοος βγήκε στην ακτή μετά από ώρες…
Και τότε την είδε…
Ήταν ξαπλωμένη και λουζόταν το φως του φεγγαριού…
Οι κόκκοι της λεπτής άμμου τύλιγαν το λευκό κορμί της
σαν χρυσό πέπλο…
Η πρωτόγνωρη ομορφιά της, του ‘κοψε τη λαλιά…
Αφουγκράστηκε τη ζεστή ανάσα της,
σα στεναγμό στον αέρα
κι οι ρυθμοί στο στήθος της ασίγαστοι,
ν’ αντηχούν στο λυκαυγές!
Μα αυτές δε ζουν πέρα στα σπήλαια, στις υπόγειες λίμνες
με τα υφάλμυρα νερά; σκέφτηκε…
- Ποια είσαι;
- Αυτή που χάθηκε και ξεβράστηκε στην ακτή… Σαν κι εσένα!
Αναδεύτηκε μέσα στην άμμο… τινάχτηκε…
Το κορμί της σαν άγαλμα διαγράφτηκε
στις δέσμες του φεγγαρόφωτου…
-Θεέ μου, ψέλλισε ο ναυαγός…
Σύρθηκε νωχελικά προς το κύμα…
απαλά… σχεδόν αθόρυβα, βούτηξε και χάθηκε…
Τα νερά στο Πόρτο είναι πάντα φιλόξενα για κείνη
και σφίγγουνε την ομορφιά της στην αγκαλιά τους,
σα μάνα το παιδί!
Χάθηκε…
Έμεινε να κοιτάζει πέρα στο πέλαγος…
Στο βάθος οι φωτιές απ’ τη θαλασσομάχη σιγόκαιγαν
και δημιουργούσαν ένα απόκοσμο φόντο…
-Ποτέ δε θα μιλήσω για σένα… σε κανέναν…
Θα κρατήσω στην ψυχή μου τ’ όραμά σου,
έτσι λουσμένο στο φεγγαρόφωτο…
και θα ποθώ το τυλιγμένο στη χρυσή άμμο κορμί σου!
Θα ‘ρχομαι πάντα εδώ…
Πειρατής ονείρων, με τάμα ψυχής!…
Περιμένοντας να σε ξαναδώ…
Ψυχή μου!
Και τότε την είδε…
Ήταν ξαπλωμένη και λουζόταν το φως του φεγγαριού…
Οι κόκκοι της λεπτής άμμου τύλιγαν το λευκό κορμί της
σαν χρυσό πέπλο…
Η πρωτόγνωρη ομορφιά της, του ‘κοψε τη λαλιά…
Αφουγκράστηκε τη ζεστή ανάσα της,
σα στεναγμό στον αέρα
κι οι ρυθμοί στο στήθος της ασίγαστοι,
ν’ αντηχούν στο λυκαυγές!
Μα αυτές δε ζουν πέρα στα σπήλαια, στις υπόγειες λίμνες
με τα υφάλμυρα νερά; σκέφτηκε…
- Ποια είσαι;
- Αυτή που χάθηκε και ξεβράστηκε στην ακτή… Σαν κι εσένα!
Αναδεύτηκε μέσα στην άμμο… τινάχτηκε…
Το κορμί της σαν άγαλμα διαγράφτηκε
στις δέσμες του φεγγαρόφωτου…
-Θεέ μου, ψέλλισε ο ναυαγός…
Σύρθηκε νωχελικά προς το κύμα…
απαλά… σχεδόν αθόρυβα, βούτηξε και χάθηκε…
Τα νερά στο Πόρτο είναι πάντα φιλόξενα για κείνη
και σφίγγουνε την ομορφιά της στην αγκαλιά τους,
σα μάνα το παιδί!
Χάθηκε…
Έμεινε να κοιτάζει πέρα στο πέλαγος…
Στο βάθος οι φωτιές απ’ τη θαλασσομάχη σιγόκαιγαν
και δημιουργούσαν ένα απόκοσμο φόντο…
-Ποτέ δε θα μιλήσω για σένα… σε κανέναν…
Θα κρατήσω στην ψυχή μου τ’ όραμά σου,
έτσι λουσμένο στο φεγγαρόφωτο…
και θα ποθώ το τυλιγμένο στη χρυσή άμμο κορμί σου!
Θα ‘ρχομαι πάντα εδώ…
Πειρατής ονείρων, με τάμα ψυχής!…
Περιμένοντας να σε ξαναδώ…
Ψυχή μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου