Του Σαρλ Μπωντλαίρ
Χορεύοντας εγέμιζε ελεύθερη η ψυχή μου
τα γοργοτάξιδα πανιά του πλοίου της ζωής μου
κι η πλώρη του, ανάλαφρη, ξεπερναγε δελφίνια
λουσμένη στο ηλιόφωτο και τ' αφρισμένο κύμα.
Μα ξάφνου φανερώθηκαν τα Κύθηρα στην άκρη
να τα τυλιγει καταχνιά, να αναβλύζουν δάκρυ,
γιατί μια Χώρα ξακουστή, χιλιοτραγουδημένη
απόμεινε μια στέρφα γη, φτωχή και ξεχασμένη.
Των ηδονών τα μυστικά στου Έρωτος τα μέρη
αναπολώ κι αναριγώ που νιώθω το αγέρι
την Αφροδίτη να κρατεί, τ’ αρχαίο φάντασμά της
στον αφρογάλανο γιαλό να τη χαϊδεύει ο Μπάτης.
Θυμάρι, άνθη και μυρτιές, νησί μου, σε μυρώνουν
τα Έθνη σε δοξολογούν καιρούς που δεν τελειώνουν
γιατί οι καρδιές που αγαπούν τον αναστεναγμό τους
σε σένα αναπέμπουνε, θυμίαμα δικό τους
να σμίγει τιτιβίσματα με άσπρα περιστέρια
σε σκιερά περάσματα και σ’ ανθηρά παρτέρια.
Και τώρα τ’ άγια Κύθηρα μια σκλαβωμένη Χώρα
που φέρνει αναστενάγματα του δειλινού η ώρα.
Μα πάνω απ’ τα βράχια τους σαν κάτι ξεχωρίζει.
Ναός να είναι τάχατες που Ιέρεια χαρίζει
το πυρωμένο της κορμί, ωσάν μελισσοκέρι
με τον χιτώνα, ανάλαφρο, να τον σηκώνει αγέρι;
Τρομάζαν τα γλαρόπουλα στον βόμβο των πανιών μας
και όσο πλησιάζαμε οι κόγχες των ματιών μας
κρεμάλα αντικρίζανε, ορθή σαν κυπαρίσσι
καθώς αχνά τη φώτιζε ο ήλιος πριν να δύσει.
Τα όρνια γυροφέρνανε και μες στη δυσωδία
στον κρεμασμένο χώνανε τα νύχια με κακία.
Τη σάπια σάρκα γεύονταν με τα γαμψά τους ράμφη
γιατί ο αιωρούμενος μηδέ νεκρός ετάφη.
Στα μάτια τρύπες άνοιγαν, ξεσχίζαν την κοιλιά του
στα γόνατα κρεμόντουσαν τα μαύρα σωθικά του.
Ραμφίζοντας μ' αρπακτική χυδαία βουλιμία
τα αχαμνά ξερίζωναν με βδελυρή αηδία.
Πιο κάτω απ’ τα πόδια του, στα φρύγανα, γυρνούσαν
αγρίμια που ουρλιάζανε κι ανήμπορα κοιτούσαν.
Απ’ όλα τους ξεχώριζε μια ύαινα στη μέση
που καρτερούσε μερτικό απ’ τον νεκρό να πέσει.
Ω! Κρεμασμένε, δύστυχε! Στη γη των Κυθηρίων
αμίλητος υπέμεινες τη φρίκη μαρτυρίων.
Για πράξεις και για πάθη σου που σ' άλλους δεν αρέσουν
σε κρέμασαν κι αρνήθηκαν σε μνήμα να σε θέσουν.
Ταπεινωμένο σ' ένιωσα κι η συμφορά ενώνει.
Σαν είδα να διαλύεσαι απάνω στην αγχόνη
ο εμετός ανέβηκε, μου στάθηκε στο στόμα
τα βάσανά μου ζωντανά… με τυραννούν ακόμα.
Βουβός, με δέος σε θωρώ φτωχέ μου Κρεμασμένε!
Τα ίδια ράμφη δέχομαι κι εγώ, αγαπημένε.
Οι ματωμένες σάρκες μου χορταίνουν τα κοράκια
και τα σαγόνια των θεριών με κόβουνε κομμάτια.
Ο ουρανός αστραφτερός κι η θάλασσα πλανεύτρα
μα μαύρα τα κατάντησε η μοίρα μου η ψεύτρα
και την καρδία μου τύλιξε με σάβανο ο Χάρος
γιατί εκεί στο ψήλωμα δεν εκρεμόταν άλλος.
Κυθέρεια! Στα Κύθηρα δεν κρύβεις, πια, κολώνα.
Κρεμάλα, τώρα, καρτερει με τη δική μου εικόνα.
Δως μου, ψυχή μου, δύναμη να πάψω να σπαράζω
και τον καθρέφτη να κοιτώ… χωρίς να αηδιάζω.
Διασκευή: Κοσμάς Μεγαλοκονόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου