"Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας." Τάσος Λειβαδίτης, "Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο." Οδυσσέας Ελύτης, "Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου, τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης" Γιάννης Ρίτσος, "Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται." Γιώργος Σεφέρης

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Αυγερινός Θ. Ανδρέου, ΜΑΝΑ

 ΜΑΝΑ


Μάνα γλυκειά,

μάνα ακριβή,

μάνα καλή,

μάνα ηλιόχαρη

κι ηλιοστάλαχτη,

μάνα δική μου,

όλου του κόσμου μάνα.

Την χρονιά που γεννιόσουν

ορφάνευε η Ελλάδα

 και μέτραγε χαμένα

παιδιά της χιλιάδες,

χαμένες πατρίδες

πανώριες, μεγάλες.

Τα χελιδόνια

σπάνια μας ερχόνταν

και πάντως δε φτιάχναν

σε μας τις φωλιές τους,

μάνα,

δεν μας καταδέχονταν,

δεν μας θέλαν,

δεν μας αγαπούσαν

προτιμούσαν

καλύτερους τόπους.

Μόνο τα γεράκια

κι αετοί,

και τ`αηδόνια

μας ήθελαν

και τα τσακάλια

κι οι λύκοι.

Δεν φυτρώσαν, μάνα,

οι κυδωνιές

κι οι αμυγδαλιές,

δεν μεγαλώσαν

οι κερασιές,

δεν φτούρισε το σιτάρι,

ούτε τ`αγιόκλημα, ούτε τα ρόδα,

και δεν τα φυτέψαμε

και δεν θα γινόνταν.

Μόνο το νυχτολούλουδο,

κι η αγριάδα,

η αγράμπελη, ο κισσός,

της ράχης τ`αγριολούλουδο

και του φαραγγιού ο κρίνος.

Και τ`αγριοστάφυλα

κι οι αγριοφράουλες

κι αυτές μακριά σου.

Ποτέ δεν αγνάντεψες, μάνα,

πέρα και απάνω

απ`τα μέρη που ρίζωσες,

ποτέ δεν ταξίδεψες

σε ξένους, σ`αλλοτινούς,

σ`όμορφους τόπους,

δεν είδες άλλες πολιτείες,

και δεν άκουσες από κοντά

τους πλάνητες κι αγγίστροφους

λογοκόπους.

Κι η ανατολή

και του ήλιου το ψήλωμα

στην κάθε μέρα,

μάνα, αργούσε πολύ

σαν τον έκρυβε

η βουνοκορφή της κοιλάδας.

Και τ`ηλιόγερμα, μάνα,

τ`όμορφο

δεν μπορούσες να δεις

γιατ`ήσουν αποσταμένη

κι αποκαμωμένη.

Και σαν αρμάθιαζε ο ουρανός

τ`αστέρια του

στις δικές του συμμετρίες

και σαν η γης τα παιδιά της

από νωρίς τ`αποκοίμιζε

και κούρνιαζαν τα πουλιά

στις φωλιές τους,

και οι ξυλοκόποι του δάσους

ξεκουραζόνταν,

έπαιρνες στη ποδιά σου

του κόσμου την απονιά

και την γλυκονανούριζες,

περιμένοντας μάταια

τον ερχομό τ`αδελφού σου

που μίσεψε

πριν χρόνους πολλούς

σε χώρες άλλες, μακρινές,

χωρίς να γυρίσει.

Δρόμος πολύς, στράτα μουντή,

ώρες ατέλειωτες κι ανηφόρι

και μες στο κάμα ιδρώτας πολύς

στο μοναστήρι να φθάσεις,

τη θαυματουργή, όπως νόμιζες,

της Παναγιάς την εικόνα

να προσκυνήσεις.

Ξερολιθιά κι ασπρολιθιά

και τ' όνειρά σου

σαν ο ζευγολάτης σύντροφός σου

τ' ανεμοδαρμένο

και ξερό χώμα

με τα ιδρωμένα τα καματερά του

όργωνε.

Κι άφηνες

κομμάτι, το κομμάτι

της πικρής σου ζήσης

στις αυλακιές

των ξερικών χωραφιών σου

μαζί με τα καλαμπόκια

που `σπερνες γυρτή ολημερίς.

Και το δάκρυ σου

σβόλος γινόταν

μέσα στο φρεσκοργωμένο

το χώμα.

Και ρόζους γεμίζαν

τα χέρια σου απ`την τσάπα

στο σκάλισμα,

απ`το δρεπάνι στο θέρο,

απ`τις θυμωνιές του σταριού

και των ξύλων.

Και το μεροκάματο το πικρό

σε μπεζέριζε,

νύχτα με νύχτα,

στ`άχαρα,

τα βαλτωμένα χωράφια

του μίζερου κάμπου τους

των αγέλαστων ανθρώπων

με τα βλογιοκομένα

και τα κιτρινισμένα

απ`το κλίμα τα πρόσωπα,

που δεν τους καταδέχονταν ποτέ

μήτε τ`αηδόνι,

μήτε ο κούκος,

μήτε η πέρδικα,

παρά τα βατράχια

κι οι νεροφιδιές τους.

Και την ώρα

της μεσημεριάτικης

για τους άλλους της σχόλης,

με τη βαρέλα,

ζαλωμένη στους αδύνατους ώμους σου,

το νερό κουβαλούσες

απ`την μακρινή την πηγή

όλο το χρόνο

και τον θεριστή

και των Αλωνάρη

και τον Αύγουστο, με το κάμα.

Και το σούρουπο

σαν `ρχόνταν το μουντό

κι η ώρα της βραδινής

για τους άλλους της σχόλης,

εσύ στον αργαλειό θα ύφαινες

ή στη ρόκα θα έγνεθες στη ρούγα

ή την πλεξούδα της κόρης σου

τραγουδιστά θα έπλεκες

ή το ζαβολιάρη γιο σου

να φρονημέψει θα φώναζες

ή στο πεζούλι φρέσκα φασολάκια

θα καθάριζες.

Και σαν λίγο κι αχνό

το γέλιο ήρθε

και φευγαλέα και στεγνή

η χαρά,

μοιροδαρμένο και πάλι

τα έκανε δάκρυ

των ανταρτών και πολεμιστών

η αρπαγή κι η μανία

σαν ήρθαν, μάνα, στα μέρη μας

από λαθεμένη που πήραν πορεία

και για μας και γι`αυτούς

και για την άτυχη, την πικρή

την πατρίδα.

Και στο διάβα αυτών

(και των αντιπάλων τους)

ξεθώριαζε τ`ανθρώπου

η εικόνα,

η αξία σμίκρυνε της ζωής,

καιγόταν τα σπαρτά

οι ελπίδες και τ`όνειρά μας,

έσβηνε κι όλο μάκραινε

του παιδιού το χαμόγελο,

και γιόμιζαν οι καρδιές

κι άλλο μίσος

κι εκδίκηση και μανία

και το αίμα,

σαν να περίσσευε ή άχρηστο να`ταν,

χυνόταν πλούσιο

και κοκκίνιζαν απ`αυτό

οι φτέρες μας

και τα λιγοστά της πλαγιάς μας

αγριολούλουδα.

Και κρυβόσουν απ`αυτούς

στους λόγγους για μέρες,

τον ακριβό να γλυτώσεις

το γιό σου.

Και μάντρωσες, μάνα,

στη φούχτα σου

τις σκοτούρες όλες,

τις ανείπωτες πίκρες,

του συντρόφου της ζωής σου

το ταξίδι το μακρινό

κι έτσι ήρθαν αντάμα,

οι χαρακιές της ψυχής

κι αυλακιές του προσώπου σου.

Και ξοδεύτηκε, μάνα,

ο χρόνος

έτσι, αγκομαχώντας

κι ανεβαίνοντας στην ξερολιθιά

κι έφευγε απ`τις χαραμάδες

της ματιάς σου

η ευωδιά της ζωής

και δεν μπορούσες άλλο

να την κυνηγήσεις.


Αυγερινός Ανδρέου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου