(
Monika Luniak
painting)Θυμάμαι τα βογγητά σου που αναδεύονταν με τους ήχους της βροχής. Κι εγώ με τα νύχια μου χάραζα τα χνώτα μας πάνω στο κρύο τζάμι. Ήταν Φθινόπωρο και κάθε που το χώμα μυρίζει βροχή και σάπια φύλλα μου θυμίζει εσένα, το ανάγλυφο του κορμιού σου, το ξεδίψασμα στην πηγή σου. Να λάμπεις στα μεσάνυχτα των πόλων μέσα στην ολόλευκη φορεσιά σου κι εγώ να πασχίζω να σε πιάσω, αλλά ήσουν άνεμος. Και πάντα έτρωγα τα μούτρα μου.
Ξανάρθε το Φθινόπωρο. Τίποτα δεν άλλαξε, πάντα θα σε αγαπώ μα ποτέ δεν θα σε έχω. Θα συναντιώμαστε στα ποιήματά μας, μου είχες πει. Εγώ όμως δεν γράφω ποιήματα καλή μου. Εγώ είμαι ανασκαφέας αναμνήσεων, σε κουρσεμένες ζωές ψάχνω αφορμές για να γράψω τίποτα κειμενάκια της ξεπέτας για να βγάλω κανένα φράγκο. Γιατί χρωστάω στη ζωή. Και σου χρωστάω κι εκείνο τον χορό σε νύχτα χωρίς φεγγάρι. Δεν το έχω ξεχάσει. Μόνο θέλω χρόνο για να μάθω να χορεύω μαζί σου.
Και πριν έρθει τούτο το φθινόπωρο πέρασε ένα καλοκαίρι αρπακτικό και πολύ σκληρό με τους ανθρώπους. Βλέπω το ζωντανό βλέμμα σου παντού, στα βιβλία που διαβάζω, σε γιγαντιαίες αφίσες στις μεγάλες λεωφόρους του πόθου, σε οθόνες τεράστιες με χρώμα πράσινο και μαύρο, στον πάτο ενός άδειου ποτηριού από ουίσκι που του κρατάω συντροφιά ώσπου να πέσουν για ύπνο οι δείχτες του ρολογιού και να γλυκοκοιμηθεί κι ο κούκος. Και νομίζω πως σε βλέπω στους προβολείς των νυχτερινών τραίνων που τραβάνε προς το βοριά αποφασιστικά, αδιαπραγμάτευτα.
Σε θέλω πάντα. Για πάντα. Το σώμα μου ζωντανεύει όταν είσαι δίπλα μου σαν αλήθεια ή σαν όνειρο. Τότε τα χέρια μου φτάνουν στο ξύλο του παραθύρου από πόνο, από έλλειψη, από ηδονή κι εκεί το χαράζω με τα νύχια μου. Ματώνω. Χαράζω το όνομά σου, χάνομαι στα λευκόχρυσα μαλλιά σου αφήνω ελεύθερα τα χάδια μου να σε σκεπάσουν. Ανάβω την ψυχή μου να σε ζεστάνει.
Είναι Φθινόπωρο. Κρυώνει σιγά σιγά ο καιρός...
ΔΚ27924
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου