ΛΕΝΑ ΦΑΤΟΥΡΟΥ
«ΜΠΑΛ ΜΑΣΚΕ»
(Με τη ματιά του Πάνου Κούρβα)
Με την τεχνική της μυθιστοριογράφου, η Λένα Φατούρου μετατρέπει μέσα στο βιβλίο της τα δύσπεπτα της ζωής σε εύπεπτα, δίχως μάλιστα να αφαιρεθεί το παραμικρό από τη θρεπτικότητά τους.
Η συγγραφέας, με στοχαστική διείσδυση, δίνει αναγλυφικότητα στα μεθυστικά συμπλέγματα της φύσης και του έρωτα, ερεθίζοντας τη σκέψη του αναγνώστη και υποβάλλοντάς τη σε μεταφορικές προεκτάσεις.
Στη λεπτομερή περιγραφή του έργου της ισορροπεί το σύνθετο με το απλό, καθώς ταξινομεί συστηματικά το κάθε χρειαζούμενο στοιχείο για να πλουτίσει το κεφάλαιο με εικόνες που είναι πλούσιες και χορταστικές στο μάτι του αναγνώστη.
Ανάλογο είναι και το γλωσσικό της υλικό, που το χρησιμοποιεί για να επενδύσει περιγραφικά την όψη της μυθιστορίας της.
Ενίοτε, ξεφεύγει από την ασφάλεια που παρέχει ο χιλιοπερπατημένος δρόμος της γραφής, λοξοδρομώντας ηθελημένα για να δοκιμάσει καινούργιους τόπους, να τους καλλιεργήσει και να φιλέψει τους αναγνώστες τούς νέους της καρπούς.
Μέσα από την προσωπική της δημιουργική δυναμική διατηρεί μια ικανοποιητική θα έλεγα απόσταση από τη φιλολογίζουσα γραφή για να μην απομακρυνθεί από την αυθεντική λαλιά.
Στο βάθος όλων αυτών των θαυμαστών σχημάτων λόγου, των περιγραφικών διηγήσεων, των κραυγών και των εξομολογήσεων, το περιεχόμενο απλώνεται τόσο όσο μπορεί να γεμίσει ολόκληρη έκταση χωρίς να ξεφεύγει από το μυθιστορηματικό περίγραμμα.
Η συνθετική του ορμή αναπτύσσεται παράλληλα με την αφηγηματική της ικανότητα, που με ευλύγιστη ευχέρεια αναπαρασταίνει επεισόδια και διαλόγους.
Ο διηγηματικός της λόγος, μέσω της εσωτερικής της πίεσης, διαφαίνεται ότι γυρεύει ξεθύμασμα και διέξοδο για να απλωθεί διψαλέα στον μυθιστορηματικό ορίζοντα, επιδεικνύοντας τη συνοχή και την αντοχή της αναπλαστικής της φαντασίας.
Με τον λογοτεχνικό της φακό, η συγγραφέας διεισδύει ολότελα στο βάθος και το πλάτος της ζωής, προωθώντας στον αναγνώστη το σκιαγραφημένο κάδρο της με όλη τη χυμώδη και οργασμική γευστικότητα, συλλαμβάνοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια από τον κοινωνικό βίο, για να τη διοχετεύσει στις σελίδες της με οργιαστικές περίκαυστες εικόνες.
Η λογοτεχνική της ορμή είναι αποτέλεσμα δεξιοσύνης και ο ορθός χειρισμός της την ταυτίζει με το τρίφλογο ερωτικό ειδύλλιο της μυθιστορίας.
Ο λόγος, όμορφα ειπωμένος σε ένα υψίπνοο ημερολόγιο στοχασμών, αποδίδει μια ερεθιστική αναγλυφότητα, συνθέτοντας τον πολυπόθητο πίνακα του ερωτισμού.
Το πνεύμα του βιβλίου και ο λόγος σπιρουνίζουν την
ευαισθησία του αναγνώστη, επιφυλάσσοντας νιογέννητες συγκινήσεις από τον
διδυμάρικο έρωτα με την τριπλοδαίμονη όψη.
Χειρουργοτεχνικά ξεσκαλίζει τα κατάβαθα των
αποθησαυρισμένων βιωμάτων, προβάλλοντας τα βιοποριστικά τους συμπλέγματα, για
να απλωθούν και να ρίξουν τη βαριά τους σκιά πάνω στο έργο.
Καταφαίνεται η δεξιοτεχνική της διεισδυτικότητα και
κινείται ανιχνευτικά με την πιο αντιπροσωπευτική της έκφραση.
Με της μυθιστοριογράφου την τεχνική, οι ήρωές της
αποχτούν προσωπικότητα στη φαντασία του αναγνώστη, καθώς κυριαρχεί η διαύγεια,
το μέτρο και η ένταση της στιγμής, αποτέλεσμα της μυθοπλαστικής της ικανότητας
μέσα από το αμάλγαμα της αισθητικής.
Περιγράφει έναν έρωτα αχαλίνωτο, που έχει αντίπαλό του
τη φθορά και τον θάνατο, καθώς από τις σελίδες ξεπροβάλλει σαν κυρίαρχος του
ανθρώπινου βιοπορισμού και της μοίρας.
Είναι έρωτας μετεωρισμένος, πιασμένος από τη φωνή της
αλήθειας, ζαλισμένος από το ηδονικό στροβίλισμα και το γλυκόγευστο ποτό των
ερωτόλογων.
Ένας έρωτας αφορεσμένος, που αναστατώνει την
οικογενειακή εστία, στέλνοντας την ίδια τη ζωή στη φυλακή των αναμνήσεων,
υποκινούμενος από ένα αόρατο απωθημένο.
Όλα τινάζονται στον αέρα για μια ηδονική στιγμή,
χορεύοντας στους εγκάρδιους ρυθμούς με τις ένοχες πρακτικές σε ένα ανελέητο
ρινγκ, όπου καταλήγουν τα ερωτοπαίγνια, μπλεγμένα στο διπλογράναζο της ζωής,
αποσκοπώντας στων ονείρων την πραγμάτωση.
Σε ένα σχολαρχείο ερωτοτροπιών γράφονται ακατανόμαστες
λέξεις από κιτάπια πεζοδρομιακά και τα ερωτόλογα σε ένα χαμένο ημερολόι
φωτογραφικά μαρτυρούν από το άλμπουμ των λέξεων της πρωταγωνίστριας τη μορφή.
Ο χρόνος, με τις συνοφρυωμένες ρυτίδες και τα ασπόνδυλα
συναισθήματα, αν και τον βαραίνουν οι τύψεις, με κεφάλι σκυφτό μετουσιώνει σε
εκείνο το σπίτι με σκοτεινές διαπραγματεύσεις τους ανούσιους έρωτες σε θεία
μετάλλαξη.
Σαν νεράιδα, η ζωή καλόκαρδα μοιράζει αστερόσκονη,
μαζωμένη από της θλίψης το διάβα, σαν ένα κομμάτι ευτυχίας, κι εκείνη χαμένη
στα ερωτικά ωκεάνια, με το άλικο κραγιόν και με της τύψης την ένδυση, διαγράφει
στα χείλη της ένα «γιατί».
Ένα μελωμένο δηλητήριο, πασπαλισμένο με την άχνη της
κακίας, κρατάει τα δακρύβρεχτα χέρια του πεπρωμένου και εσύ αντιστέκεσαι,
χορεύοντας τις γητευτικές σου πεθυμιές από τα χρόνια της νιότης.
Με καλογριάς μορφή η ζωή, ρασοφορεμένη στον οίκο της
αιωνιότητας, διαβάζει τα απόκρυφα αποτυπώματα μιας πολύψυχης αυτοχειρίας.
Κι έρχεται σαν εκρηχτικό υλικό η κάθε λέξη να
θρυμματίσει τις καρδιές και οι θύμησες της ζωής με κουρασμένο βηματισμό στου
μοναχισμού τη σκέπη.
Με ενός τσιγάρου τον χρόνο και το μυαλό δολοφόνο,
θωρείς αγίων εικονίσματα, ανήμπορος να αντικρίσεις κατάματα το ηλιόφωτο στέμμα,
που σε θέλει να ζεις νεκροζώντανα, παιδευτικά, και απ’ τα χείλη σου ρέει
ασίγαστο μοιρολόι.
Εν τέλει, ένας καθρέφτης είναι το πεπρωμένο και ο
καθένας ζαλωμένος το δισάκι του με τα συμβάντα, τα αρώματα και τα θέλω του,
έρχεται μπρος στο ορειχάλκινο πλαίσιο της προσπελάζουσας ζωής του για να
εξομολογηθεί με την ψυχή του ολόγδυτη και τον ζωισμένο του ρόλο από την ουτοπία
του διάβα του, «καληνυχτίζοντας».
Πάνος Κούρβας
Λογοτέχνης