"Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας." Τάσος Λειβαδίτης, "Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο." Οδυσσέας Ελύτης, "Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου, τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης" Γιάννης Ρίτσος, "Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται." Γιώργος Σεφέρης

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Ο καλικάντζαρος «Δεν ξέρω να διαβάζω», γράφει η Σταυρούλα Δεκούλου

 



Μια φορά κι έναν καιρό σε μια γειτονιά όχι πολύ μακριά από τη δική μας δυο καλές νεράιδες, η νεράιδα Γαλανή και η νεράιδα Βιολέτα μάθαιναν στα παιδάκια το Α και το Β, αλλά και όλα τα άλλα γράμματα της γλώσσας μας και τα δίδασκαν πώς να γράφουν τις σκέψεις και τα όνειρά τους.

Ήταν πολύ όμορφες και γλυκές νεράιδες. Η νεράιδα Γαλανή είχε χρυσά μαλλιά και η νεράιδα Βιολέτα καστανά μαλλιά. Τα παιδάκια τις αγαπούσαν πολύ και συχνά όταν τέλειωναν τα μαθήματά τους τραγουδούσαν χαρούμενα τραγουδάκια.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πριν δηλαδή κλείσει το μικρό σχολείο για διακοπές, ένας καλικάντζαρος, ο «Δεν ξέρω να διαβάζω», πέρασε από εκεί κοντά ενώ προσπαθούσε να κλέψει μελομακάρονα από το διπλανό ζαχαροπλαστείο.

Μόλις άκουσε τα παιδάκια να τραγουδάνε, ζήλεψε και θύμωσε τόσο πολύ που φύσηξε πολύ πολύ πολύ δυνατά κι ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος πήρε μακριά τις δύο νεράιδες. Τα παιδάκια φοβήθηκαν πολύ και άρχισαν να κλαίνε, όμως μετά από λίγο θυμήθηκαν αυτά που τους είχαν πει οι καλές τους νεράιδες… τι;

Να μην τα παρατάνε ποτέ!

Έβαλαν λοιπόν κάτω τα μυαλουδάκια τους και αποφάσισαν να στήσουν μια παγίδα στον κακό καλικάντζαρο «Δεν ξέρω να διαβάζω».

Έτρεξαν στα σπίτια τους και είπαν στους δικούς τους τι είχε συμβεί. Ζήτησαν τότε από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες τους να φτιάξουν πολλά πολλά μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Όλη μέρα και όλη νύχτα οι μαμάδες και οι γιαγιάδες των μικρών παιδιών ζύμωναν και φούρνιζαν και οι μπαμπάδες και οι παππούδες τα κουβαλούσαν έξω από την αυλή του μικρού σχολείου. Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας τα παιδάκια είχαν ένα μικρό βουναλάκι από γλυκά.

Ο καλικάντζαρος «Δεν ξέρω να διαβάζω» είχε πάει να δει τι έκαναν τα παιδάκια τώρα που έλειπαν οι καλές νεράιδες κα να χαρεί με την κατεργαριά του. Η μυρωδιά από τα φρεσκοψημένα γλυκά του έσπασε τη μύτη.

Όμως τα παιδάκια είχαν ρίξει λάδι γύρω από το βουναλάκι με τα γλυκά και μόλις ο καλικάντζαρος έτρεξε για να τα αρπάξει και να τα φάει, μπουμ! πάρε τον κάτω. Έγινε ένα με το πάτωμα και γέμισε μέλια και ζάχαρη άχνη. Κάθε που έκανε να σηκωθεί, γλιστρούσε και ξανάπεφτε.

Τα μικρά παιδάκια βαστούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια κι αυτός θύμωσε τόσο που δεν ήξερε πια τι να κάνει. Τα είχε χαμένα και από τα αυτιά του έβγαινε καπνός από τον θυμό του.

- Βοηθήστε να σηκωθώ, μικρά παλιοπαιδάκια, είπε.

- Όχι, αν δεν φέρεις πίσω τις νεράιδες μας, είπαν τα παιδιά.

- Γιατί μας τις πήρες μακριά;

- Γιατί ζηλευώωωω, φώναζε ο καλικάντζαρος και τραβούσε τα γένια του κι από τα νεύρα του, μπουμ! ξανάπεφτε κάτω.

Τα παιδιά σταμάτησαν να γελάνε και για μια στιγμή σώπασαν.

- Γιατί ζηλεύεις; τον ρώτησαν τα παιδάκια σοβαρά αυτή τη φορά.

- Δεν ξέρετε πώς με λένε; ρώτησε ο καλικάντζαρος.

- Πώς; ρώτησαν τα παιδιά.

- Δεν ξέρω να διαβάζωωωω… Με λένε « Δεν ξέρω να διαβάζω» και δεν ξέρω να διαβάζω και κανείς δεν μου έμαθε ποτέ πώς να διαβάζω και ούτε παραμύθια ξέρω και ούτε τραγούδια ξέρω και ζηλευώωωωω.

- Μη στενοχωριέσαι, «Δεν ξέρω να διαβάζω», του είπε τότε η Δανάη.

- Ούτε εμείς ξέραμε να διαβάζουμε καλά, αλλά μας έμαθαν οι νεράιδες μας. Αν μας τις φέρεις πίσω θα τους ζητήσουμε να μάθουν και σε σένα.

- Αλήθεια; είπε ο Δεν ξέρω να διαβάζω. Θα το κάνετε αυτό για μένα;

- Ναι, είπαν τα παιδάκια. Αφού είναι Χριστούγεννα!

Ο καλικάντζαρος φύσηξε και πάλι πολύ πολύ πολύ δυνατά και οι δυο νεράιδες εμφανίστηκαν και πάλι πίσω στο μικρό σχολείο και τα παιδάκια έπεσαν με γέλια και χαρές στην αγκαλιά τους. Οι νεράιδες είχαν πολύ θυμώσει με τον καλικάντζαρο. Όταν όμως έμαθαν πως όλα αυτά τα έκανε γιατί ζήλευε που δεν ήξερε να διαβάζει, τον πήραν μέσα στην τάξη μαζί τους και του έμαθαν όλα τα μαγικά γράμματα του αλφαβήτου. Εκείνες τις γιορτές όλα τα παιδάκια κάθε μέρα πήγαιναν για δυο ώρες στο μικρό σχολείο για να βοηθήσουν τον κατεργάρη καλικάντζαρο.

Πριν καλά καλά φτάσει η Πρωτοχρονιά ο «Δεν ξέρω να διαβάζω» είχε μάθει να γράφει το όνομά του που τώρα πια ήταν «Ξέρω να διαβάζω».

Όταν έφτασαν τα Φώτα, ο Ξέρω να διαβάζω χαιρέτισε δακρυσμένος τα παιδάκια και τις νεράιδες του μικρού σχολείου και τους υποσχέθηκε να τους επισκεφτεί τα επόμενα Χριστούγεννα για να τους πει τι βιβλία είχε διαβάσει.

Και έζησε ο Ξέρω να διαβάζω καλά και οι νεράιδες Γαλανή και Βιολέτα και τα παιδάκια του μικρού σχολείου καλύτερα.


ΤΕΛΟΣ

Σταυρούλα Δεκούλου

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΞΕΝΟΣ, γράφει η Σταυρούλα Δεκούλου

 



Ξένο τον φώναζαν και κανείς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τ’ όνομά του. Σαν περνούσε σιμά τους, μισόκλειναν τα μάτια και στο δικό του ήσυχο βλέμμα αντιγύριζαν δυσπιστία και απόρριψη. Το δέρμα του πιο σταρένιο από όσο μπορούσαν να δεχτούν και τα μακριά του ρούχα και το τουρμπάνι στο κεφάλι του τον έκαναν να δείχνει διαφορετικός από τους υπόλοιπους άντρες του χωριού. Είχε εγκατασταθεί σε μια καλύβα στην άκρη του δάσους. Τη μέρα δούλευε στο χωράφι, τη νύχτα κοιτούσε τον ουρανό. Μια τον έλεγαν μάγο και μια τρελό.

Οι μήνες περνούσαν, το ίδιο και τα χρόνια και κανείς τους ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να τον πλησιάσει. Άθεο και άθρησκο, όπως τον αποκαλούσαν, ενοχλούνταν από την παρουσία του και απέφευγαν ακόμα και τα συναπαντήματα στο δρόμο. Όταν δε παρατήρησαν πως κάθε μέσα του Δεκέμβρη εξαφανιζόταν οργίασε η φαντασία τους εντελώς.

«Μάλλον εξαφανίζεται και κάνει τις βρομοδουλειές και τις κομπίνες του για να βγάζει λεφτά να ζει την υπόλοιπη χρονιά. Δεν εξηγείται αλλιώς» έλεγαν.

«Σιγά μη ζει από τις δυο ψωροπατάτες που φυτεύει στο χωράφι του. Άμα σου λέω εγώ, είναι πολύ βαθιά χωμένος στην αμαρτία. Φαίνεται και στη φάτσα του».

Έτσι εύκολα έβγαιναν τα συμπεράσματα σ’ εκείνον τον τόπο όπως και σε πολλούς τόπους σαν και αυτόν. Στα χωράφια φύτρωναν οι ταμπέλες και οι σκέψεις για τον κάθε άνθρωπο και οι χωριανοί εύκολα τις τρυγούσαν και μοίραζαν πότε στον ένα και πότε στον άλλο. Κι ύστερα κάθε Κυριακή, έβγαζαν τις καθαρές τους φορεσιές από τα ντιβανομπάουλά τους, που μύριζαν άλλες λεβάντα κι άλλες καμφορά για να μην τις τρώνε οι σκώροι και αφού στολίζονταν έπαιρναν κατά την εκκλησιά για να γεμίσουν τον Κύριο μετάνοιες και να κάνουν μεγαλόπρεπα τον σταυρό τους και να μεταλάβουν σαν καλοί χριστιανοί.

Eκείνη τη χρονιά όμως τα πράγματα ξέφυγαν από τα όριά τους. Έφταιγε και ο καιρός που την άνοιξη δεν έκανε μήτε ένα νερό και τη μισή σπορά την έφαγαν τα πουλιά, ενώ το καλοκαίρι έκανε τόσες βροχές και πλημμύρες που σάπισαν τα σπαρτά πριν καρπίσουν. Λιγοστό ήταν το ψωμί, λιγοστό και το λάδι. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια και η γκρίνια φαγωμάρα και η φαγωμάρα ψάχνει δαιμόνια να ρίξει στην πυρά για να ξορκίσει την ανέχεια.

Όλον αυτόν τον καιρό ο Ξένος κάθε βράδυ έβγαινε από το σπίτι του κι έπαιρνε το μονοπάτι που οδηγούσε κατά το δάσος. Χαράκωνε μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι τον φλοιό κάποιων δέντρων και μάζευε το ρετσίνι τους. Το συγκέντρωνε μέσα σ’ ένα μεταλλικό κουτί και αφού το ξέραινε στον ήλιο το έσπαγε σε μικρά κομματάκια και το φύλασσε σ’ ένα βελούδινο κόκκινο πουγκί με χρυσό κορδόνι.

Αυτά είδε ο Κωνσταντής μια μέρα που παραφύλαγε να σκοτώσει κανένα πουλί με τη σφεντόνα κι έτρεξε να το πει στο καφενείο του χωριού. Μεγάλος αναβρασμός δημιουργήθηκε από τα λεγόμενα του Κωνσταντή και με μιας αποφάσισαν να πάνε να βρούνε τον Ξένο από κοντά και να ζητήσουν εξηγήσεις σχετικά με το τι ήταν τάχα όλο αυτό που έκανε. Και μήπως όλα αυτά ήταν τίποτα μαγειρέματα του «Έξω από ‘δω» και γι’ αυτό πήγαινε και κατά διαόλου ο τόπος. Μαζεύτηκαν λοιπόν καμιά εικοσαριά νοματαίοι, κάποιοι μάλιστα πήρανε και αξίνες μαζί τους και φορτωμένοι την αγριάδα στην ψυχή και το βλέμμα τους κίνησαν κατά την έξοδο του δάσους όπου βρισκόταν το σπίτι του Ξένου.

Λίγη ώρα μετά ήταν έξω από την πόρτα του φτωχικού του σπιτιού και άρχισαν να τη χτυπούν δυνατά. Χτύπησαν μια, χτύπησαν δυο, καμιά απάντηση από το εσωτερικό του σπιτιού.

«Ξένε» φώναξαν. «Πού είσαι; Φανερώσου!»

Καμία απάντηση. Άρχισαν να πέφτουν με δύναμη πάνω στην πόρτα μέχρι να την ανοίξουν. Όμως εκείνη παρέμενε μανταλωμένη σφιχτά.

«Τι περιμένετε μωρέ; Ελάτε να βάλουμε φωτιά να το κάψουμε το σπίτι του μάγου. Να ξορκίσουμε το κακό που έφερε στον τόπο μας».

Για μια στιγμή κράτησε μόνο ο δισταγμός της λογικής και μετά αλαλιασμένοι σαν να μην ήξεραν τι τους έφταιγε και σαν να μην είχαν διόλου σύνεση μέσα στο νου τους άρχισαν άλλοι να πετροβολούν το σπίτι και άλλοι να προσπαθούν να ανάψουν ξύλα και να τα πετάξουν πάνω στη σκεπή για να το κάψουν.

Στη λύσσα τους και τη φρενίτιδά τους απάνω δεν πρόσεξαν τους δυο καβαλάρηδες που πλησίαζαν. Είχαν κι εκείνοι σκούρο δέρμα και ήταν ντυμένοι με ρούχα μακριά και τουρμπάνια στα κεφάλια τους. Μαζί τους τραβούσαν κι ένα τρίτο άλογο.

Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν κοντά στο σπίτι και παρατηρούσαν τους χωρικούς που μόλις τους αντίκρισαν κοντοστάθηκαν για μια στιγμή και ύστερα έκαναν να κινηθούν εναντίον τους.

«Είδατε;» Φώναξε ένας από αυτούς. «Έφερε και την υπόλοιπη συμμορία του στο χωριό μας για να μην έχουμε από πουθενά σωτηρία. Σόδομα και Γόμορα γίναμε πια.»

«Πιάστε τους!» φώναξε ένας τρίτος κι έκαναν να κινηθούν προς το μέρος τους.

Εκείνη την ώρα έφτασε και ο Ξένος που βλέποντας τους χωρικούς έτρεξε κοντά στους καβαλάρηδες φωνάζοντας,

«Μελχιόρ! Γκασπάρ! Είστε καλά;»

Οι καβαλάρηδες γύρισαν και τον κοίταξαν με ανακούφιση.

«Βαλτάσαρ!» είπαν με μια φωνή και κινήθηκαν προς το μέρος του. «Έχουμε αργήσει για φέτος» είπαν «Πρέπει να φύγουμε» .

«Δεν θα πάτε πουθενά» φώναξε ένας από τους χωρικούς. «Ως εδώ με τα δαιμονικά σας και τα μυστήρια. Δεν θα πάτε πουθενά, αν δεν δώσετε εξηγήσεις ποιοι είστε και πού πάτε, αλλιώς…»

«Αλλιώς τι;» ρώτησε ο Μελχιόρ.

«Αλλιώς δεν θα φύγετε από δω ζωντανοί» φώναξε ένας από τους χωρικούς και πέταξε την πέτρα που κρατούσε.

Μα τότε κάτι πολύ παράξενο συνέβη. Η πέτρα έμεινε να αιωρείται στη μέση της διαδρομής κι ένα αστέρι στάθηκε πάνω από τους καβαλάρηδες και φώτισε τόσο δυνατά που λίγο ακόμα και θα έμοιαζε με μέρα. Έμειναν όλοι με το στόμα ορθάνοιχτο καθώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Μα ποιος τελικά ήταν αυτός ο Ξένος;

Ο Ξένος πήρε μια βαθιά ανάσα και με μια μοναδική ηρεμία στη φωνή τους είπε,

«Είμαστε ο Βαλτάσαρ, ο Μέλχιορ και ο Γκασπάρ».

«Μα αυτά είναι τα ονόματα…» ξεκίνησε κάποιος από τους χωρικούς να λέει.

«Ναι» συνέχισε ο Ξένος, «είναι τα ονόματα των τριών μάγων. Εμείς είμαστε οι τρεις μάγοι και αυτό εκεί ψηλά…» είπε δείχνοντας το υπέρλαμπρο άστρο «είναι το άστρο της Βηθλεέμ και είναι η εποχή που φεύγουμε για να πάμε να υποδεχτούμε τη γέννηση του μικρού Βασιλιά»

«Και τι κάνεις κάθε βράδυ στο δάσος και χαράζεις τα δέντρα;» φώναξε ένας χωρικός.

«Εγώ είμαι αυτός που χάρισε στον Κύριο τη Σμύρνα» είπε ο Βαλτάσαρ. «Οπότε τα βράδια συλλέγω ρετσίνι από τα δέντρα και αφού διαλέξω το πιο μυρωδάτο το φυλάω για να του το προσφέρω σαν πάω να τον προσκυνήσω στη φάτνη που γεννιέται»

Τόσα χρόνια είχαν δίπλα τους έναν από τους μάρτυρες της γέννησης του Θεανθρώπου κι αυτοί τον θεωρούσαν κοινό εγκληματία και τον περιφρονούσαν. Έσκυψαν το κεφάλι μετανιωμένοι και γύρισαν να φύγουν. Εκείνη τη στιγμή ο Ξένος τους φώναξε,

«Πάρτε αυτούς τους σπόρους και φυτέψτε τους. Σε τρεις μέρες από σήμερα θα βρέξει και η γη θα καρπίσει και πάλι και πριν τα Χριστούγεννα θα είναι έτοιμη η συγκομιδή. Έτσι δεν θα είναι κανείς πεινασμένος αυτά τα Χριστούγεννα.»

Οι χωρικοί πήραν τους σπόρους και γύρισαν να φύγουν ευγνώμονες μα ντροπιασμένοι για όσα είχαν πει και σκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια για τον Ξένο. Οι τρεις μάγοι ξεκίνησαν τον δρόμο τους ακολουθώντας το άστρο της Βηθλεέμ πηγαίνοντας να ανταμώσουν την ελπίδα και τη σωτηρία που για μια ακόμα φορά θα γεννιόταν στο πρόσωπο του μικρού Χριστού γεμίζοντας την καρδιά των ανθρώπων αγάπη και ειρήνη.

ΤΕΛΟΣ

Η σμύρνα είναι αρωματικό ρετσίνι δέντρου και είναι ένα από τα δώρα που οι Μάγοι μαζί με τον χρυσό και το λιβάνι πρεσέφεραν στον νεογέννητο Χριστό.


Σταυρούλα Δεκούλου